(χρόνος ανάγνωσης: 5 λεπτά)
Το παρόν άρθρο δεν αποσκοπεί στο να υποδείξει τί είναι «λάθος» και τί «σωστό» (γλωσσικά κατακριτέο ή μη κατακριτέο), αλλά στο να αφυπνίσει τον ομιλητή ή την ομιλήτρια σχετικά με τους λόγους εμφάνισης ενός γλωσσικού λάθους, πόσο δικαιολογημένο είναι και πόση σημασία εν τέλει θα έπρεπε να του δίνουμε στις
διαπροσωπικές μας σχέσεις
❃❃❃
Η προσθήκη του ε- ή η- στην αρχή ενός ρήματος («πρόθημα» = πριν το θέμα), δηλαδή η ρηματική άυξηση, υπάρχει για τη δήλωση του παρελθοντικού χαρακτηριστικού (έφαγα, έτρεξα). Αυτή η πληροφορία είναι γνωστή σε όλους τους ομιλητές της ελληνικής, έστω και διαισθητικά, και δεν απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση για την κατανόησή της. Κάτι όμως που πολλοί, ακόμα και καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, φαίνεται να αγνοούν, είναι πως η ρηματική αύξηση επιτελεί (ή μάλλον, επιτελούσε) έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο. Ρόλο που, όπως θα δούμε, δεν επιτελεί σήμερα παρά την εκτεταμένη χρήση της.❃❃❃
Η δήλωση του παρελθοντικού στην αρχαία ελληνική (αττική διάλεκτο, πιο συγκεκριμένα) γινόταν με την προσθήκη του προθήματος ε- ή η- πριν το θέμα της λέξης, και το συναντούσαμε ακόμα και στις πολυσύλλαβες (νομίζω, ἐ-νόμιζον). Στη νέα ελληνική όμως παρατηρούμε τη μη χρήση της αύξησης όταν το ρήμα έχει τρεις ή περισσότερες συλλαβές (νομίζω, νόμιζα). Γιατί συμβαίνει αυτό;
Γιατί η δήλωση του παρελθοντικού στη νέα ελληνική ΔΕΝ γίνεται με τη ρηματική αύξηση, αλλά με τον τονισμό της προπαραλήγουσας συλλαβής. Αν το ρήμα έχει προπαραλήγουσα, τότε ο τόνος μεταφέρεται από την παραλήγουσα στην προπαραλήγουσα (αυτό που λέμε «ανεβαίνει ο τόνος»).
Αν το ρήμα είναι δισύλλαβο, δηλαδή δεν έχει προπαραλήγουσα, τότε αναγκάζεται να αποκτήσει προκειμένου να τονιστεί (προσθήκη προθήματος ε-ή η-). Ακριβώς επειδή το χαρακτηριστικό του παρελθοντικού απαιτεί απλώς μια τονισμένη προπαραλήγουσα.
Το χαρακτηριστικό του παρελθοντικού δηλωνόταν μορφολογικά (προσθήκη μορφήματος) ενώ πλέον δηλώνεται φωνολογικά (τονισμός συγκεκριμένης συλλαβής). Το ε- ή η- είναι απλώς ένα γραμματικό απολίθωμα που έχει παραμείνει μέχρι τις μέρες μας· ο λόγος δε που έχει παραμείνει είναι η χρησιμότητά του σε περίπτωση δισύλλαβου ρήματος. Αν για κάποιο λόγο στην ελληνική γλώσσα σταματούσαν να υπάρχουν δισύλλαβα ρήματα, θα σταματούσε να υπάρχει και η ρηματική αύξηση.
Επομένως: ναι. Η προστακτική δεν παίρνει ρηματική αύξηση καθώς δεν αναφέρεται στο παρελθόν. Το “σωστό” είναι το «υπόγραψε», με βάση τους κανόνες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Όμως σήμερα η μητρική γλώσσα των φυσικών ομιλητών της νέας ελληνικής είναι η νέα ελληνική, όχι η αρχαία.
Αναλυτικά οι όροι «μητρική γλώσσα» και «φυσικός ομιλητής» στο άρθρο Τί σημαίνει ο όρος «νεκρή γλώσσα»; Τα αρχαία Ελληνικά είναι «ζωντανή» ή «νεκρή» γλώσσα;
Ένας φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας μιλάει σωστά τη γλώσσα του σε συγχρονικό επίπεδο. Για να συνετιστεί με τους κανόνες της γλώσσας μιας άλλης εποχής*, θα πρέπει να υποστεί πολύχρονη μαθητεία (να τους «μάθει απ' έξω»). Ας έχουμε λοιπόν κάποια κατανόηση σε όλους εμάς που, έστω και κρυφά σε κάποια σκοτεινή γωνιά της σκέψης μας, έχουμε βάλει ρηματική αύξηση στην προστακτική (και σταματήσαμε να το κάνουμε μόνο όταν υπέστημεν γλωσσικό εκφοβισμό από τους σύγχρονους τροχονόμους της γλώσσας).
Δεν είναι «αγράμματος» όποιος λέει «υπέγραψε το χαρτί». Απλώς είναι άριστος χρήστης της νέας ελληνικής γλώσσας (και πιθανόν δεν έχει υποστεί επαρκή διδαχή της αρχαίας ελληνικής, ώστε να συνετιστεί με έναν έξωθεν επιβαλλόμενο κανόνα).
❃❃❃
*Διευκρίνηση: όταν ένας κανόνας πηγάζει από την αρχαία ελληνική γλώσσα αλλά δεν έχει παροντική ισχύ, δηλαδή όταν πρέπει να «μάθεις», να «συνηθίσεις» πώς να λες κάτι, τότε ο κανόνας αυτός δεν είναι κανόνας της νέας ελληνικής γλώσσας, αλλά της αρχαίας. Ένα κλασικό τέτοιο παράδειγμα είναι η κλίση ρημάτων όπως το «καθίσταμαι». Τα νέα ελληνικά δεν σχηματίζουν ρήματα εις -μι, άρα για να μπορέσουμε να κλίνουμε σωστά το ρήμα πρέπει να «μάθουμε απ' έξω» την κλίση του (σε σημείο που, όσο εξοικειωμένοι κι αν είμαστε, είναι πάντα πολύ εύκολο να κάνουμε κάποιο λάθος). Είναι αδιαμφισβήτητα ένα ελληνικό ρήμα που χρησιμοποιείται στη νέα ελληνική, όμως δεν πηγάζει από αυτή.
Επομένως προτείνεται να υπάρχει κάποια κατανόηση σε όσους τυχόν κάνουν ένα λάθος στην κλίση του. Της νέας ελληνικής είναι ο κανόνας που δεν χρειάζεται να τον «μάθουμε απ' έξω», αλλά αυτός που μας βγαίνει φυσικά, ως φυσικοί ομιλητές της νέας ελληνικής. Αντίστοιχα λοιπόν με τη ρηματική αύξηση: είναι λογικό να γίνονται λάθη στο πότε πρέπει να χρησιμοποιηθεί και πότε όχι, γιατί ο εγκέφαλος μας δεν έχει αναπτύξει αυτή τη πληροφορία φυσικά, αλλά έπειτα από σχολαστική διδαχή και επανάληψη. Μια διδαχή και επανάληψη που δεν έχουν όλοι οι ομιλητές υποστεί στον ίδιο βαθμό.
❃❃❃
Προτεινόμενα άρθρα:
❃❃❃
Philomαtheia 18 Ιουνίου 2022