Όλοι και όλες μας θα έχουμε ακούσει αρκετές φορές για μία οποιαδήποτε σχέση, συνήθως ερωτική ή φιλική, ότι «έκανε τον κύκλο της». Η φράση αυτή δίνει στην εκάστοτε σχέση μια απόχρωση «αναπόφευκτης αναγκαιότητας» ως προς τη λήξη της, με την έννοια ότι το τέλος της έρχεται φυσικά και αβίαστα (όπως φυσικά και αβίαστα κάθε αρχή ενός κυκλικού περιγράμματος συμπίμπτει με το τέλος του).
Με αυτό το σκεπτικό, κάθε τετελεσμένη σχέση είναι ένας κύκλος, το μέγεθος του οποίου καθορίζεται, μεταφορικά, από τη χρονική διάρκειά της (μικροί και μεγάλοι κύκλοι αντιπροσωπεύουν μικρές ή μεγαλύτερες χρονικά σχέσεις). Αντίστοιχα, μια σχέση που είναι ακόμα «ενεργή», αντιπροσωπεύεται από ένα ημιτελές κυκλικό περίγραμμα. Εφόσον είναι άγνωστο το πότε θα τελειώσει αυτή η σχέση, μας είναι άγνωστο εκ των προτέρων το πόση απόσταση του κυκλικού περιγράμματος έχει διανύσει το καμπυλόγραμμο σχήμα που αντιπροσωπεύει τη σχέση μας μία δεδομένη στιγμή. Την απάντηση παίρνουμε μόνο όταν φτάσει το περιβόητο τέλος, όπου και «κλείνει ο κύκλος» (ορίζουμε δηλαδή τη σχέση μας εκ του αποτελέσματος ως έναν κύκλο, που, όπως κάθε κύκλος, έκλεισε).
Το πρόβλημα με αυτή τη μεταφορά είναι περισσότερο πρακτικό από όσο φαίνεται με τη πρώτη ματιά. Και αυτό γιατί, αν εξαρχής φανταζόμαστε τη σχέση σαν ένα κυκλικό περίγραμμα που διαγράφει μια κυκλική πορεία με κατεύθυνση την έναρξή της, έχουμε οι ίδιοι και οι ίδιες προσυπογράψει το τέλος της. Όχι γιατί το τέλος είναι αναπόφευκτο, αλλά γιατί εμείς έχουμε επιλέξει να την παρομοιάζουμε με ένα σχήμα που ξέρουμε ότι έχει τέλος.
Αλλαγή νοοτροπίας
Αν πρέπει οπωσδήποτε να παρομοιάσουμε την έννοια της σχέσης εντός ενός χωροχρονικού πλαισίου με ένα σχήμα, τότε οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι κύκλος, είναι γραμμή. Και μάλιστα γραμμή που εκτείνεται προς το άπειρο. Αυτό σημαίνει ότι έχει μεν μία αρχή, αλλά μας είναι άγνωστο, και αδύνατο να ορίσουμε εξ αρχής, το αν υπάρχει ένα τέλος.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι ο τρόπος με τον οποίο σχηματοποιούμε, φανταζόμαστε και παρομοιάζουμε τις καθημερινές μας πρακτικές έχει τεράστιο αντίκτυπο στη πραγματική μας ζωή. Ζούμε τη ζωή μας με βάση τα χρώματα, τα σχήματα, και τις προκαταλήψεις με τις οποίες την έχουμε εξ αρχής περιγράψει, καθορίσει και «ζωγραφίσει» στον εαυτό μας.
Αν εξ αρχής θεωρούμε μια σχέση ως κύκλο, τότε, όταν έρθει το τέλος (ή κάτι που μοιάζει με τέλος), είμαστε κάτι περισσότερο από πρόθυμοι και πρόθυμες να το αποδεχτούμε, γιατί εμείς έχουμε ορίσει το τέλος ως αδιάσπαστο χαρακτηριστικό της (όπως αδιάσπαστο χαρακτηριστικό είναι το τέλος του καμπυλόγραμμου κυκλικού περιγράμματος). Αν όμως θεωρήσουμε τη σχέση ως ένα γραμμικό τμήμα που εκτείνουμε στο άπειρο, είμαστε περισσότερο διαστακτικοί και διστακτικές όταν αντιμετωπίσουμε κάτι που θα μπορούσε να διακινδυνεύσει την επ’ άπειρον πορεία του.
Η ιδιότητα της «γραμμής» (σχέσης) να κατευθύνεται προς το άπειρο χωρίς καθορισμένη λήξη, δεν σημαίνει ότι η λήξη δεν μπορεί να επέλθει. Ο λόγοι λήξης μιας οποιασήποτε σχέσης είναι πολλοί και σύνθετοι, και είναι στο χέρι του κάθε ανθρώπου να ορίσει το τέλος, όταν το κρίνει αναγκαίο. Είναι άλλο όμως να είμαστε ελεύθεροι και ελεύθερες να διακόψουμε μια επιζήμια σχέση, και να μην επιτρέψουμε τη διηνεκή της πορεία, και άλλο πράγμα να ξεκινάμε μία σχέση έχοντας την γνώση και την πεποίθηση ότι θα λήξει.
Αν γνωρίζουμε ότι θα λήξει (ή και το επιδιώκουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα), έχει ήδη λήξει πριν καν αρχίσει. Μια σχέση που «έκανε τον κύκλο της», ήταν μια σχέση εξ αρχής καταδικασμένη. Μια σχέση που εμείς καταδικάσαμε.
Πιθανά αίτια & νέα συνειδητοποίηση: το παρόν στο επίκεντρο
Το γιατί πολλοί από εμάς επιδιδόμαστε σε τέτοιου είδους μοιρολατρικές οπτικές της ζωής, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε με σιγουριά. Είναι ο φόβος του τέλους τόσο μεγάλος, που προτιμούμε να το αντιμετωπίσουμε ώστε να σταματήσουμε να ζούμε με τον φόβο του; Είναι η έννοια της δέσμευσης τόσο αποτρόπαια, που εμπλεκόμαστε σε σχέσεις με άλλους και άλλες μόνο όταν ξέρουμε εκ των προτέρων ότι δεν θα είναι «για πάντα»; Είναι το ίδιο το «για πάντα» που μας φοβίζει και προσπαθούμε πάση θυσία να αποφύγουμε, νομίζοντας μ ά τ α ι α πως, ξεκινώντας ξανά και ξανά «από το μηδέν», ξεκινάμε και την ίδια τη ζωή «από το μηδέν»;
Άσχετα από τους συγκεκριμένους κάθε φορά λόγους που μας κάνουν να νιώθουμε ασφαλείς σε μια οποιαδήποτε σχέση μόνο όταν γνωρίζουμε ότι θα λήξει, αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να μας απασχολήσει είναι το εξής: αν μια σχέση είναι «καλή για τώρα, αλλά όχι για πάντα», δεν είναι καλή ούτε για το τώρα.
Με άλλα λόγια, ένα άτυπο διαγνωστικό κριτήριο για να αντιληφθούμε αν μια σχέση «είναι για μας», είναι να αναρωτηθούμε: «αν προκύψει αυτή η σχέση να κρατήσει για πάντα, αυτό είναι κάτι που επιθυμώ βαθιά, με αφήνει αδιάφορο ή αδιάφορη, ή με τρομάζει η σκέψη του;». Η απάντηση σε αυτό το υποθετικό σενάριο για το μέλλον (η οποία έρχεται στιγμιαία και κάθε απόπειρα αλλαγής της αποτελεί ψεύδος στον εαυτό), αποκαλύπτει ελάχιστα για το μέλλον, αλλά τα πάντα για το παρόν.
Είναι διαφορετικό πράγμα η ξαφνική συνειδητοποίηση ότι μια σχέση πλέον δεν μας καλύπτει (με αποτέλεσμα την άμεση διακοπή της) και διαφορετικό πράγμα να γνωρίζουμε εξ αρχής ότι μια σχέση θα λήξει αναπόφευκτα. Στην πρώτη περίπτωση έρχεται πρώτα το τέλος και μετά η αποδοχή του, ενώ στη δεύτερη το τέλος προαποφασίζεται. Όμως όταν προαποφασίζουμε το τέλος δεν κοροϊδεύουμε μόνο τους άλλους, αλλά και τον εαυτό μας.
Ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τη ζωή, υποδεικνύει το πως θα τη ζήσουμε. Δεν τη ζούμε όπως μας επιβάλλεται, αλλά όπως την επιλέγουμε.
❃❃❃
Philomαtheia 18 Οκτωβρίου 2024
Ένας οδηγός επαγγελματικού αποπροσανατολισμού
(χρόνος ανάγνωσης: 9 λεπτά)
❃❃❃
Στο καπιταλιστικό σύστημα που ζούμε, θεωρούμε δεδομένο ότι το αντικείμενο με το οποίο πρέπει να ασχοληθούμε επαγγελματικά στη ζωή μας είναι αυτό στο οποίο έχουμε μεγάλο ταλέντο. Ειδικά δε όταν το ταλέντο αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε οικονομική ευχαίρεια, επαγγελματική ανέλιξη, υψηλό κοινωνικό στάτους ή/και κύρος σε όλα τα επίπεδα. Κάτι τέτοιο φαντάζει αρκετά φιλελεύθερο -επαναστατικό θα έλεγε κανείς- εφόσον μας δίνει την ψευδαίσθηση της επιλογής, την επιλογή να κυνηγήσουμε «τα όνειρά μας».
Αναδρομή
Από πολύ μικρή ηλικία τα αντικείμενα με τα οποία επιλέγουμε να ασχοληθούμε (ή επιλέγουν για εμάς, εφόσον είμαστε παιδιά) είναι αυτά στα οποία παρουσιάζουμε τις καλύτερες επιδόσεις κατά την πρώτη επαφή μαζί τους: ένα παιδί «επιλέγει» τον αθλητισμό, κάποιο άλλο τις τέχνες, κάποιο άλλο τη ρομποτική (!), με όλες τις υποκατηγορίες που ο κάθε τομέας περιέχει.
Αργότερα, κατά τα πρώτα χρόνια της εφηβείας, οι δραστηριότητες αυτές είτε μένουν ίδιες, είτε αλλάζουν ελαφρώς (συνήθως μάλιστα υπάρχει η τάση δοκιμής διάφορων αντικειμένων, για επιβεβαίωση ή διάψευση της αρχικής κλίσης του κάθε παιδιού).
Ακόμα πιο μετά, κατά τη διαδικασία επιλογής «επαγγελματικής κλίσης» (αυτό που στην ελληνική τουλάχιστον εκπαίδευση ονομάζουμε «κατεύθυνση», την οποία επιλέγουμε στο Λύκειο, και είναι τριμερής: είτε σχετιζόμενη με τις Θετικές επιστήμες, είτε με τις Ανθρωπιστικές επιστήμες, είτε με τις επιστήμες της Πληροφορικής και Οικονομίας) αυτό που ο μαθητής και η μαθήτρια «επιλέγει» είναι τον τομέα στον οποίο είναι «καλύτερος» και «καλύτερη». Συνήθως η επιλογή αυτή σχετίζεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, με τις επιδόσεις μας: το αντικείμενο στο οποίο «παίρνουμε τους καλύτερους βαθμούς» και, ίσως, την μεγαλύτερη αποδοχή από τους καθηγητές, είναι το αντικείμενο το οποίο, λογικά, «μας αρέσει περισσότερο».
Γεγονός
Φαινομενικά λοιπόν, μαθαίνουμε πως το επάγγελμα που πρέπει να ακολουθήσουμε, i) είναι ένα επάγγελμα στο οποίο «είμαστε οι καλύτεροι/ες», και ii) μας αρέσει πραγματικά, είναι το πάθος μας.
Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε δύο προβλήματα: πρώτον, αν δεν είμαστε «οι καλύτεροι/ες» νιώθουμε αποτυχημενοι. Δεύτερον, αν το επάγγελμά μας δεν είναι «το πάθος μας», επίσης νιώθουμε αποτυχημένοι. Και τα προβλήματα αυτά υπάρχουν ακριβώς επειδή οι πιθανότητες να είμαστε οι καλύτεροι στον τομέα μας και ταυτόχρονα το επάγγελμά μας να είναι το πάθος μας,είναι απειροελάχιστες.
Κάποιος που έχει πετύχει αυτό το δίπολο, και το επάγγελμά του του προσφέρει όλα όσα χρειάζεται και απαιτεί από μια εργασία χωρίς να έχει κανένα παράπονο, δεν έχει λόγο να συνεχίσει την ανάγνωση.
Για τους υπόλοιπους, να μια σκέψη.
Οπτική
Όσο καλύτερος είσαι σε αυτό που κάνεις, τόσο καλύτερος εργάτης γίνεσαι και τόσο περισσότερο κερδίζει ο Καπιταλισμός. Εκείνος, το μόνο που πρέπει να κάνει, εφόσον έχει διασφαλίσει την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά σου, δηλαδή τα μέγιστα παροντικά κέρδη, είναι να βρει ένα τρόπο να εξασφαλίσει ότι θα διαρκέσει για πάντα, έναν τρόπο να κατοχυρώσει την αφοσίωσή σου. Και πώς θα το κάνει αυτό; Γαλουχώντας σε από μαθητή να διαλέξεις από πριν αυτό που θεωρείς πάθος σου (ή αυτό που σου λέει ότι είναι το πάθος σου, γιατί ξέρει ακριβώς τι θα χρειαστεί, και τι όχι, στο μέλλον).
Ταυτόχρονα, ωσάν παρασιτικός νάρκισσος, ενδύει την ιδρωτοποιό ανθρωποώρα σου με τη χροιά του «λειτουργήματος», και έχει εξασφαλίσει ένα αέναο θύμα που θα του «κάνει τη δουλειά» και «θα του αρέσει κι όλας», φυσικά χωρίς να υπάρχει περίπτωση να σε αμοίβει όσο σου αξίζει· άλλωστε ποτέ δεν θα τολμούσες να απαιτήσεις κάτι παραπάνω, εσύ «δεν το κάνεις για τα λεφτά».
Τί σημαίνουν όλα αυτά;
Όχι ότι δεν θα προσπαθείς να βελτιωθείς στο αντικείμενό σου, ούτε ότι δεν θα πασχίζεις να βρίσκεσαι σε εργασίες που σου αρέσουν πραγματικά.
Αυτό που μπορεί να αλλάξει ώστε να αποκομίζεις τα μέγιστα οφέλη (ψυχικά, πνευματικά, υλικά), είναι η νοοτροπία σου απέναντι στην έννοια του επαγγέλματος εν γένει.
Αλλαγή νοοτροπίας
Δεν χρειάζεται να είσαι «ο καλύτερος», γιατί δεν γίνεται όλοι να είναι «οι καλύτεροι» -η καλυτεροτερότητα είναι πλασματική.
Δεν χρειάζεται να κάνεις μία δουλειά σε όλη σου τη ζωή.
Δεν χρειάζεται κάθε δουλειά που θα κάνεις να είναι το πάθος σου.
Δεν χρειάζεται να εξαρτάς την αυτοεικόνα και πληρότητά σου στα επαγγελματικά σου.
Αντίθετα, χρειάζεται να αποδέχεσαι ότι πολλές φορές, σε πολλούς τομείς, είσαι μέτριος (οι περισσότεροι άλλωστε, στατιστικά, βρίσκονται στον μέσο όρο -για αυτό λέγεται μέσος όρος).
Χρειάζεται να προσαρμόζεσαι στις κοινωνικές συνθήκες, στις επαγγελματικές ευκαιρίες, και στα προσωπικά σου γούστα καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, να ακούς τις αλλαγές μέσα σου, και να μην μένεις στάσιμος από φόβο για την αλλαγή.
Χρειάζεται να έχεις ένα πάθος, το οποίο είτε θα είναι η δουλειά σου, είτε θα είναι κάτι άλλο που θα κάνεις παράλληλα με τη δουλειά σου.
Χρειάζεται να μαθαίνεις τον εαυτό σου σε κάθε στάδιο της εξέλιξής σου, ώστε η πληρότητα να έρχεται άσχετα από την επαγγελματική σου κατάσταση.
Αποτέλεσμα
Με λίγα λόγια το νόημα είναι ότι, κάποιες φορές, οι τομείς του επαγγέλματος και της προσωπικής, εγκάρδιας ενασχόλησης είναι διαχωρισμένοι. Το μόνο που έχεις να κάνεις για να μην αδικηθείς, είναι:
i) να καταλάβεις ότι είναι διαχωρισμένοι, και
ii) να απαιτείς από την εργασία σου τα μέγιστα (να μην εφησυχάζεσαι), ώστε να είσαι σε θέση να ασχοληθείς παράλληλα με το πάθος σου, κάτι που, φυσικά, προϋποθέτει ότι
iii) είσαι σε θέση να απορρίψεις πάμπολλες πρόσκαιρες «ασφάλειες» περιμένοντας πειθαρχημένα για μια ευκαιρία που πραγματικά σου αξίζει. Τέλος, πρέπει
iv) να είσαι σε θέση να βρίσκεσαι, κάποιες φορές, σε επαγγέλματα που «δεν σε γεμίζουν» γιατί καταλαβαίνεις ότι το επάγγελμα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ο σκοπός είναι ανώτερος, και το επάγγελμα είναι ένα από τα μέσα που αξιοποιείς για να φτάσεις σε αυτόν.
Συμπέρασμα
Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να συμβεί αν βρίσκεσαι εθελοντικά σε μία ψευδαισθητική φούσκα: ότι αυτό που κάνεις είναι το «σωστό», ότι «βρίσκεσαι εκεί που πρέπει», ότι «τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις άλλωστε;», και, το χειρότερο, ότι είσαι υπεράνω χρημάτων. Με αυτό το φιλότιμο προσυπογράφεις την εκμετάλλευσή σου, και δεν το αξίζεις -όχι, τουλάχιστον, όταν δεν το καταλαβαίνεις ότι το κάνεις.
Μπορείς είτε να γίνεις επαγγελματίας βιολιτζής ή βιολίστρια, είτε να εργαζεσαι σε μία ικανοποιητική και προσοδοφόρα εργασία, που σου επιτρέπει όμως, οικονομικά, χρονικά, σωματικά και ψυχικά, να παίζεις βιολί οποτεδήποτε το θελήσεις, για όλη την υπόλοιπη ζωή σου.
Στις μέρες μας, τουλάχιστον στον σύγχρονο «Δυτικό» κόσμο, κάθε άνθρωπος κάθε ηλικίας, κάθε φύλου, κάθε καταγωγής και κάθε καταβολής είναι ελεύθερος ναεπιλέξει το ταίρι του (όσο ελεύθερος μπορεί να θεωρηθεί βέβαια, σε ένα κοινωνικό σύστημα που μονίμωςυποδεικνύειμε ποιους πρέπει και ποιους δεν πρέπει να συνάπτουμε σχέσεις…).
Η ελευθερία αυτή, όπως και κάθε είδους ελευθερία, έρχεται μαζί με μια τεράστια ευθύνη: την ευθύνη του ότι είμαστε απολύτως υπόλογοι και υπόλογες για τις πράξεις μας, ότι γνωρίζουμε απολύτως τι κάνουμε, και το ότι όλες οι καταστάσεις στις οποίες βρισκόμαστε έχουν προκύψει από τις πεποιθήσεις μας, και δεν τοποθετηθήκαμε εκεί εν αγνοία μας ή παρά τη θέλησή μας.
Μέχρι πρόσφατα, πολλοί άνθρωποι δεν είχαν λόγο στην επιλογή συντρόφου, καθώς κάτι τέτοιο ήταν οικογενειακό και κοινωνικό ζήτημα, και ανήκε στις αρμοδιότητες του πατέρα και της οικογένειας ευρύτερα. Το λεγόμενο «προξενιό» είναι η συζυγική πραγματικότητα τουλάχιστον δύο εν ζωή γενεών στην Ελλάδα του σήμερα. Οι άνθρωποι αναγκάζονταν να συμπράξουν, να κάνουν απογονους, αναγκάζονταν να αγαπηθούν, και αν ήταν τυχεροί, να ευτυχήσουν (ταυτόχρονα δε, έχουν και ως απωθημένο τον πραγματικό έρωτά τους).
Μία λογική συνέπεια της σύγχρονης ελευθερίας θα ήταν οι σχέσεις σήμερα να ήταν ακόμα πιο αληθινές, ακόμα πιο εγκαρδιες, ακόμα πιο αισθηματικές και ρομαντικές από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Ακριβώς επειδή ο σύντροφός και η σύντροφος πλέον δεν είναι αποτέλεσμα οικονομικής συμφωνίας, αλλά αποτέλεσμα «χημείας». Γιατί λοιπόν δεν συμβαίνει αυτό;
Γιατί προωθείται τόσο έντονα η ατομικότητα εντός της σχέσης, τη στιγμή που στην οποιαδήποτε σύμπραξη οι δύο γίνονται ένα, νιώθουν ένα, ξεπερνούν τις δυσκολίες ως ένα, δημιουργούν ως ένα, ευτυχουν ως ένα; Όχι ως προϋπόθεση, ή γιατί «έτσι πρέπει», αλλά ως αποτέλεσμα; Γιατί η δέσμευση μέσω κοινωνικών ή θρησκευτικών διαδικασιών είναι ισοδύναμες της πάταξης της «ατομικής ελευθερίας», τη στιγμή που κάθε ον είναι πιο ισχυρό, πιο σίγουρο και πιο ελεύθερο όταν έχει έναν πραγματικό σύμμαχο; Έναν σύμμαχο μάλιστα όχι στα επαγγελματικά ή τα οικονομικά, αλλά έναν σύμμαχο ζωής, έναν σύμμαχο που είναι μαζί του ως ανθρώπινη ολότητα;
Γιατί νιώθουν την ανάγκη να «φεύγουν» κάθε τόσο, να «βρίσκουν τον εαυτό τους», να «ξεκουράζονται» και να περνούν τον χρόνο τους μακριά από τον άνθρωπο τους;
Ο επαναπροσδιορισμος διαφόρων σημείων και χαρακτηριστικών της ζωής του ανθρώπου είναι απαραίτητη διαδικασία για να κρατά την αυτογνωσία του σε εγρήγορση. Ειδικά λόγω της ασυνειδησιας που η ζωή (που έχει ο ίδιος επιλέξει) του προκαλεί, μέσω της έντονης ενασχόλησης με πληθος δραστηριοτήτων, όπως η καριέρα ή οι περιττές κοινωνικές συναναστροφές, είναι απαραίτητο να κάνει κανείς ένα βήμα πίσω, να φιλοσοφήσει, να σκεφτεί που βρίσκεται και που πάει.
Το απίστευτο είναι ότι επιλέγει να κάνει αυτή τη διαδικασία μακριά από τον άνθρωπό του, είτε σωματικά, είτε ψυχικά.
Το ταξίδι της αυτογνωσίας, της αυτοβελτιωσης, του επαναπροσδιορισμου του παρελθόντος ή του παρόντος είναι μια από τις πιο συναρπαστικές διαδικασίες που χρειάζεται να κάνει ένας άνθρωπος. Όταν είναι μόνος του, είναι λογικό να το κάνει μόνος του. Όταν όμως βρίσκεται σε μία σχέση, δεν υπάρχει κάτι πιο όμορφο από το να μοιράζεται αυτή την εμπειρία με το ταίρι του, να ζητάει τη γνώμη του, να αλληλεπιδρά, να παρατηρεί μαζί του τις αλλαγές στη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα, να παίρνει ανατροφοδότηση και «μια δεύτερη ματιά» από κάποιον που τον γνωρίζει τόσο καλά και θέλει αποκλειστικά και ανιδιοτελώς το καλό του… Γιατί δεν το κάνει;
Η λογική λέει ότι όταν ένας άνθρωπος σε κουράζει, όταν του αποκρύπτεις τις πιο σημαντικές πτυχές της προσωπικότητας σου, όταν τον αποκλείεις από τον σχεδιασμό του μέλλοντος και του παρουσιάζεις κάποιες αποφάσεις που έκρινες μόνος σου (γιατί θα κάνεις ο, τι θες όποτε το θες, είσαι άλλωστε «ελεύθερος») τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θες αυτόν τον άνθρωπο δίπλα σου. Τον θες απλά εκεί κοντά, για συγκεκριμένους λόγους και υπό προϋποθέσεις.
Και αφού δεν είναι «ο άνθρωπος σου», οτιδήποτε κι αν εννοεί κανείς με αυτή την έκφραση, έχει κάθε λόγο να σε μισήσει, όταν κάποια στιγμή συνειδητοποιήσει πόσο χρόνο του σπατάλησες.
Οι άνθρωποι έχουν πλέον τόσες επιλογές και τους κουράζει τόσο πολύ η ευθύνη αυτής της απόφασης, που μένουν με ο, τι προσφερθεί, το στολίζουν με τα χρώματα που εξυπηρετεί τον εσωτερικό τους μονόλογο, και το ονομάζουν έρωτα, σχέση, αγάπη.
Επιχειρούν μάλιστα να επαναπροσδιορίσουν τον ορισμό της σχέσης ή της αγάπης ώστε να ταιριάζει στο πρότυπο που οι ίδιοι έπλασαν, για να μην αισθάνονται ότι «κάνουν κάτι λάθος» (μάλλον, για να μην παραδέχονται ότι το κάνουν).
Σε περίπτωση που δεν είναι ακόμα σαφές, η ειδοποιός διαφορά της έννοιας της «σχέσης» (με την μονογαμική, ερωτική, συντροφική και ρομαντική της υπόσταση) από οποιαδήποτε άλλη ερωτική ή συντροφική περιοδική συναναστροφή, είναι η σύζευξη των δύο ως ένα. Όποιος και όποια δεν επιθυμεί σύζευξη ή ενότητα, μπορεί να αλλάξει το είδος της σχέσης του, και να μην καπηλεύεται έναν εξ ορισμού όρο συνένωσης, για τη σποραδική και υπό προϋποθέσεις κάλυψη αναγκών που δεν σχετίζονται με αυτή την ένωση.
Τα πράγματα, καλώς ή κακώς, δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνεται. Είναι ακόμα πιο απλά.
Όταν υπάρχουν δύο υπάρχει μόνο ένας. Αν δεν υπάρχει, τότε οι δύο εξακολουθούν να είναι ο καθένας μόνος του.
Το σίγουρο είναι ότι είναι καλύτερα να είναι κανείς μόνος, μόνος του,
παρά μόνος μέσα στη σχέση του.
❃❃❃
“Εδώ περάσαμε τη ζωή μας, στερημένοι από αγαθά, ευχαριστημένοι ωστόσο… μια και είμαστε μαζί.”
Η ασυνειδησία ή αδυναμία συνείδησης είναι μεγαλύτερο πρόβλημα από όσο φαίνεται με τη πρώτη ματιά, και αφορά περισσότερους ανθρώπους από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. (χρόνος ανάγνωσης: 15 λεπτά)
❃❃❃
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ασυνειδησία αφορά την κατάσταση κατά την οποία ζούμε μια στιγμή αλλά δεν την βιώνουμε πραγματικά. Βρισκόμαστε σε ένα νοητικό «κουκούλι» μέσα από το οποίο ακούμε, βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τα εξωτερικά ερεθίσματα με ασφάλεια, χωρίς όμως να τα νιώθουμε στην ουσία τους, χωρίς να συνειδητοποιούμε πραγματικά τί συμβαίνει. Οι άλλοι μας βλέπουν μέσα από αυτό με έναν συγκεκριμένο τρόπο, και εμείς βλέπουμε τον εαυτό μας με ένα συγκεκριμένο τρόπο, ο τρόπος όμως και στις δύο περιπτώσεις δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Αίτια & αποτελέσματα
Υποκρισία
Η ασυνειδησία έχει τεράστια σχέση με την υποκρισία (επερχόμενο άρθρο, σε επεξεργασία) καθώς την περιέχει αλλά και, πολλές φορές, την προϋποθέτει. Όταν μας ενδιαφέρει τόσο πολύ το τί θα πει ο κόσμος (είτε αυτό οφείλεται στον υπ' ευθύνη μας ναρκισσισμό και αδικαιολόγητη αυτολατρεία, είτε στα ψυχικά τραύματα που έχουμε αναπτύξει εξαιτίας άλλων), δεν μπορούμε παρά να υποδυόμαστε έναν άλλο, ιδεατό εαυτό απέναντί τους, πρωτίστως για να τους πείσουμε και δευτερευόντως (και ανεπιτυχώς) για να πείσουμε τον εαυτό μας.
Το να υποδυόμαστε ότι είμαστε κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είμαστε μας κάνει να βιώνουμε όχι την αληθινή πραγματικότητα, αλλά αυτή που πλάστηκε κατ' αναλογίαν του πλαστού εαυτού μας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, όχι μόνο την αδυναμία εστίασης στη παροντική αλήθεια, αλλά και την αδυναμία δημιουργίας αληθινών αναμνήσεων. Οι αναμνήσιες μας είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πλαστή πραγματικότητα, και μπλέκονται ανάμεσα στην αληθινή πραγματικότητα που προσπαθούμε να διατηρήσουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας.
Έτσι δημιουργούμε κατά φαντασίαν αλληλοτροφοδοτούμενες αναμνήσεις, οι οποίες μεταβάλλουν το παρόν σε μια νέα, επίσης πλαστή βάση. Χτίζεται με τα χρόνια μια φαντασία πάνω στη φαντασία, και, γυρνώντας πίσω, συνειδητοποιούμε ότι τίποτα από όσα ζήσαμε δεν είχε πραγματικό νόημα, ότι πήραμε αμέτρητες λάθος αποφάσεις, ότι χάσαμε άδικα ανθρώπους και ότι παραμείναμε με κάποιους επίσης άσκοπα. Συνειδητοποιούμε επίσης ότι δεν θυμόμαστε πολλά πράγματα για συγκεκριμένες εμπειρίες ή περιόδους της ζωής μας (και τείνουμε να τα ρίχνουμε στην «κακή» μας μνήμη). Όλα αυτά επειδή σκεφτόμασταν και πράτταμε σαν να είμαστε έξω από το σώμα μας, σαν να «μην μετράνε» τα λάθη που θα κάναμε, σαν να ζούσαμε σε ένα όνειρο από το οποίο κάποιος θα μας ξυπνούσε, σαν να έχουμε χρόνο.
Όρια
Ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο καλλιεργούμε την ασυνειδησία είναι με το να μην θέτουμε τα όριά μας, με το να λέμε παντού «ναι» αντί για «όχι», με το να είμαστε ευάλωτοι απέναντι σε ψυχικά ισχυρούς «καθοδηγητές» της ζωής μας και γενικότερα να ζούμε αλλεπάλληλες καταστάσεις τις οποίες δεν θέλουμε πραγματικά να ζήσουμε.
Όταν βρισκόμαστε σχεδόν αναγκαστικά σε ένα χώρο, με μια παρέα, σε μια κακή στιγμή της ζωής μας, όταν αισθανόμαστε άβολα με το αγενές σχόλιο ενός «φίλου» και δεν του το λέμε, όταν δικαιολογούμε κακοποιητικές συμπεριφορές με το πρόσχημα του «χιούμορ», όταν αναγκαζόμαστε να παραβλέψουμε λόγια και πράξεις γιατί «δεν αξίζει να το κάνουμε θέμα τώρα, η ψυχική μας γαλήνη είναι πολυτιμότερη», γενικότερα όταν είμαστε δειλοί και δεν εμπιστευόμαστε το ένστικτο και την έμφυτη ανάγκη μας για αντίδραση, αναγκαζόμαστε να υφιστάμεθα μια πλαστή πραγματικότητα κατά την οποία «το σχόλιο δεν ήταν πράγματι προσβλητικό», «ένα απλό αστείο ήταν», «δεν απείλησε κανείς την ψυχική μου γαλήνη».
Θέλουμε να μην ίσχυαν όλα αυτά και αντιδράμε σαν να μην έγιναν, για να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας που δεν έκανε τίποτα για αυτά αλλά και για να δημιουργήσουμε μια πλαστή πραγματικότητα κατά την οποία όλα είναι «τέλεια» ώστε να μπορέσουμε να κρυφτούμε για πάντα στην ασφάλειά της. Έτσι διαιωνίζεται μια ακατάπαυστη αδικία εις βάρος μας, κατά την οποία κανείς δεν είχε αντιληφθεί την αλήθεια που είχαμε μέσα μας, επειδή εμείς φοβηθήκαμε να τη φανερώσουμε. Ταυτόχρονα κανείς δεν τιμωρείται και η τάξη δεν αποκαθίσταται, καθώς η αληθινή πραγματικότητα των υπόλοιπων είναι η δική μας πλαστή πραγματικότητα (και κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για αυτό γιατί δεν ευθύνονται εκείνοι).
Τοξική πολυκοσμία
Συχνά συνδεόμενη με όσα αναφέρθηκαν μόλις, η πολυκοσμία μπορεί επίσης να συμβάλλει στην ασυνειδησία ζωής. Στη θρησκεία το λέμε «πνεύμα», στην επιστήμη το λέμε «ενέργεια», στο δρόμο το λέμε «χνώτα», σε κάθε περίπτωση και άσχετα από το που πιστεύει ο καθένας, το σημαντικό είναι να καταλάβουμε ότι όταν συνευρισκόμαστε με ανθρωπους δεν βρισκόμαστε μόνο με το κορμί τους, αλλά και με αυτό που εκπέμπουν, είτε καλό είτε κακό. Μπορεί τα σώματά μας να βρίσκονται σε απόσταση, οι «αύρες» μας όμως αγγίζονται και τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα θετικά.
Κάποιοι άνθρωποι μας ηρεμούν και θέλουμε να βρισκόμαστε όσο πιο κοντά τους γίνεται για όσο περισσότερο γίνεται, και πάντα η συνάντηση με αυτούς μας κάνει να αισθανόμαστε χαρά, αισιοδοξία και εμπιστοσύνη, ενώ με άλλους δεν μπορούμε να σταθούμε ούτε στο ίδιο δωμάτιο. Με κάποιους και μόνο το να αναπνέουμε τον ίδιο αέρα μας δημιουργεί άγχος, τάσεις φυγής, απαισιοδοξία, γκρίνια, ακόμα και ψυχοσωματικά συμπτώματα. «Κάτι μας φταίει» και δεν ξέρουμε τί, κάτι μας απωθεί αλλά δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Δεν μπορούμε, γιατί βρισκόμαστε σε κατάσταση ασυνειδησίας. Το παρακάτω ντοκυμαντέρ, παρά το ποιητικό και γλαφυρό του ύφος, εξηγεί, μεταξύ άλλων, γιατί η αύρα των ανθρώπων μας επηρεάζει.
Η «μαυρίλα» που κάποιοι άνθρωποι εκπέμπουν μας συρρικνώνει, και καθιστά αδύνατο να σκεφτούμε λογικά. Ίσως λοιπόν, αν πιάνουμε συχνά τον εαυτό μας σε αντίστοιχες καταστάσεις, πρέπει να σκεφτούμε το ενδεχόμενο να αλλάξουμε περιβάλλον (ακόμα κι αν το τοξικό αυτό περιβάλλον είναι το μόνο που μας δίνει την ψευδαίσθηση της αποδοχής). Στη περίπτωση βέβαια που η ασυνειδησία μας οφείλεται στo «μαύρο» που εμείς οι ίδιοι εκπέμπουμε, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα.
«Υγιείς συνήθειες» που ενισχύουν την ασυνειδησία
Η ασυνειδησία ζωής ενισχύεται από το ίδιο το σύστημα αξιών της δυτικής κουλτούρας: τα πάντα μας επιτάσσουν αφενός την απραγία, αφετέρου το 100% της προσοχής μας. Υπάρχουν όμως και συνήθειες που όχι μόνο δεν είναι κακές, αλλά αντίθετα, είναι πολύ θετικές για την ψυχική μας υγεία, οι οποίες όμως μπορούν να οδηγήσουν ή να ενισχύσουν την ηδη υπάρχουσα ασυνειδησία. Αυτές είναι:
Τα πολλά ταξίδια
Αν και το να ταξιδεύουμε είναι εξαιρετικό για τη ψυχή και το πνεύμα (νέες εμπειρίες, νέες τοποθεσίες, εκτόνωση, καθαρισμός του μυαλού από υποχρεώσεις κ.ο.κ.) το να γίνει το ταξίδι αυτοσκοπός είναι καταστροφικό. Το να μην είσαι σε θέση να ξεκουραστείς, να χαρείς, να κάνεις διακοπές, να ηρεμήσεις, να δημιουργησεις εμπειρίες, να μάθεις καινούρια πράγματα, να πειραματιστείς, να ζήσεις στον τόπο σουείναι σοβαρή ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά (ακόμα και αν νιώθεις καλά με ό, τι κάνεις).
Πηγαίνοντας ένα ταξίδι τοποθετείσαι σε μια υγιή φούσκα, μια διακοπή του χωροχρόνου που σε οφελεί γιατί πραγματικά το έχεις ανάγκη. Το να μπαίνεις συνέχεια σε ψευδαισθητικές φούσκες παράλληλης πραγματικότητας ενισχύει την ασυνειδησία ζωής, καθώς η ζωή δεν είναι αυτό που ζεις στο ταξίδι, αλλά αυτό που αντιμετωπίζεις όταν επιστρέψεις. Το ταξίδι είναι ένα διάλειμα που σκοπό έχει να σε γεμίσει ενέργεια, χαρά και ανυπομονησία να συνεχίσεις τη ζωή σου, δεν αποσκοπεί στο να σε κάνει να την ξεχάσεις.
Ρουτίνες
Το να δημιουργείς έθιμα και «τελετουργικά» στην καθημερινότητά σου είναι πολύ όμορφο, ειδικά όταν τα «ιδρύεις» με άλλα άτομα (οικογένεια, φίλους κ.ο.κ.). Μπορεί να αφορά μια ιδιαίτερη διατροφική συνήθεια μια μέρα της εβδομάδας, ή μια ειδική γιορτή μια μέρα του χρόνου. Μπορεί να αφορά μια πρωινή, απογευματινή ή βραδινή ακολουθία, ποιές δηλαδή κινήσεις ακολουθείς με τη σειρά για την επίτευξη ενός ευάρεστου 24ώρου.
Αυτό που πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη, ιδρύοντας και εφαρμόζοντας ρουτίνες στην καθημερινότητά μας, είναι ότι ποτέ δεν πρέπει να τις συνηθίσουμε. Πρέπει να βρισκόμαστε σε επαγρύπνιση, γιατί ανά πάσα στιγμή κάποιο βήμα της ρουτίνας μας μπορεί να σταματήσει να μας ευχαριστεί, να σταματήσει να είναι προσοδοφόρο ή ακόμα και να αρχίσει να μας κάνει κακό. Όταν συνηθίζουμε μπαίνουμε στον «αυτόματο πιλότο», κάτι που εξ ορισμού περιγράφει την ασυνειδησία. Πρέπει κάθε βήμα κάθε ρουτίνας να επανεξετάζεται καθημερινά, ώστε να προσφέρει την ίδια χαρά που πρόσφερε την πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε. Αν δεν το κάνει, πρέπει να αλλάξει.
Νοητικά τρικ της Ψυχολογίας
Τα τελευταία χρόνια τείνει να εξαπλώνεται μια συμβουλή προς κάποιους αγχώδεις τύπους προσωπικοτήτων που εξωτερικεύουν τις ανησυχίες τους, που αφορά την εστίαση της προσοχής τους σε άβολες στιγμές (κάτι που πιθανόν σχετίζεται με τον μηχανισμό άμυνας της συναισθηματικής αποσύνδεσης). Συγκεκριμένα η συμβουλή, μέσες άκρες, είναι:
«Κάθε φορά που βρίσκεσαι με άλλους ανθρώπους και κάποιος ή κάτι σε κάνει να αισθανθείς άβολα, προσπάθησε να εστιάσεις την προσοχή σου σε κάτι άσχετο, που βρίσκεται στο περιβάλλον σου. Εστίασε, για παράδειγμα, σε μία πόρτα. Δες από τι υλικό είναι φτιαγμένη, τι σχέδια έχει, πώς είναι η κλειδαριά της, σκέψου τι μπορεί να έχει από πίσω. Έτσι θα πάρεις την προσοχή σου από αυτό που σε ενοχλεί και δεν θα σε υποκείψεις στο άγχος σου».
Όχι. Αν κάτι σε έκανε να νιώσεις άβολα μην πάρεις μακριά την προσοχή σου. Κάτι σε ενόχλησε, που σημαίνει ότι κάτι απέναντί σου είναι λάθος. Εντόπισε αυτό το λάθος και διόρθωσέ το. Κάνε μια παρατήρηση, αμύνσου, ή τουλάχιστον κράτα την αξιοπρέπειά σου προστατεύοντας τον εαυτό σου, και φύγε. Μην μένεις σε έναν τόπο ξεχνώντας αυτά που σε βάλλουν, από φόβο μήπως σε παρασύρει το άγχος. Μην φοβάσαι το άγχος. Μην φοβάσαι να φοβάσαι. Γενικά, μη φοβάσαι τίποτα. Και σίγουρα μην ακούς όσους σου λένε να στρέψεις αλλού τη προσοχή σου, ειδικά μακριά από κάτι που σε βλάπτει. Θα το συνηθίσεις και θα συνεχίσει να σε βλάπτει για πάντα και ασυνείδητα. Όταν συνηθίζεις να νιώθεις άβολα, η «αβολότητα» γίνεται η φυσική σου κατάσταση και γεμίζει την κάθε μέρα σου χωρίς ποτέ να το καταλάβεις. Μην αφήνεις τίποτα όρθιο, όταν σε κάνει να νιώθεις άβολα. Διάλυσέ το συθέμελα.
Οι πολλές, πολλές φωτογραφίες
Οι selfies έχουν κατηγορηθεί, επίσημα ή ανεπίσημα, για πλήθος ψυχικών προβλημάτων -και όχι άδικα- όμως ίσως δεν είναι αυτές το πραγματικό ή το μόνο πρόβλημα. Όταν βγάζεις άπειρες φωτογραφίες (τοπία, φαγητά, ζώα, λουλούδια και κάθε τι άλλο θεωρήσεις όμορφο ή ενδιαφέρον), σε σημείο που δεν αντέχεις να μην τη βγάλεις και, ίσως, να τη στείλεις κάπου, ζεις μέσα από τις φωτογραφέις και όχι μέσα από την εμπειρία σου. Βλέπεις τα αντικείμενα μέσα από την κάμερα, όχι κατευθείαν από το μάτια σου. Μετά αφιερώνεις πάρα πολύ χρόνο στο να ταξινομήσεις τις φωτογραφίες, να διαγράψεις τις «κουνημένες», να τις βάλεις σε φακέλους στον υπολογιστή, να τις επεξεργαστείς και να τις ανεβάσεις στα social media. Μετά τις ξαναβλέπεις αναρτημένες για να δεις τι απήχηση είχαν (και τις συγκρίνεις με αυτές της προηγούμενης εξόδου).
Γυρνάς ξανά και ξανά κάθε τόσο να δεις αυτές τις φωτογραφίες για να «θυμηθείς τα παλιά». Τότε είναι που εγκαθιδρύεις τις λάθος πληροφορίες στον εγκέφαλό σου. Έχεις δει τα φωτογραφημένα αντικείμενα τόσες πολλές φορές μέσα από τις φωτογραφίες, ενώ τόσο ελάχιστες όταν ήσουν πραγματικά εκεί.
Δημιουργείς τις αναμνήσεις που τροφοδοτείς (σκέφτεσαι) περισσότερο, ακόμα και αν είναι ψεύτικες. Επομένως οι αναμνήσεις που έχεις τροφοδοτήσει για την εκάστοτε εμπειρία είναι αυτές οι στιγμιαίες που απεικονίζονται στη φωτογραφία, δεν είναι η πραγματική εμπειρία. Την πραγματική εμπειρία την έχεις ξεχάσει, γιατί, όταν τη ζούσες, αντί να στρέψεις τη προσοχή σου σε αυτή, την έστρεψες στη φωτογράφιση.
Στην απέλπιδα προσπάθειά σου να κρατήσεις τις στιγμές ζωντανές στο χρόνο, μιας και διαισθάνεσαι πόσο χάνεις τον χρόνο σου βγάζοντάς τες, τις χάνεις για πάντα.
Επιμύθιο
Με λίγα λόγια «έχω συνείδηση» σημαίνει «δρω επί του παρόντος». Κάθε φορά που θες να πεις κάτι και δε το λες, που θες να κάνεις κάτι και δεν το κάνεις, κάθε φορά που αναβάλλεις μια διεργασία, αλλά και κάθε δευτερόλεπτο που ξοδεύεις σκεπτόμενος ή σκεπτόμενη οτιδήποτε συνέβη στο παρελθόν, ενισχύεις την ασυνειδησία σου. Αυτό γιατί, αντί να σκέφτεσαι το παρόν και μόνο το παρόν, σκέφτεσαι είτε το παρελθόν, είτε το μέλλον, είτε μια παροντική αλλά παράλληλη πραγματικότητα κατά την οποία «μίλησες, έδρασες, έκανες».
Το πιο εύκολο πράγμα στις μέρες μας είναι να χάσουμε τη συνείδησή μας. Το πρόβλημα έρχεται όταν εμείς οι ίδιοι το επιδιώκουμε ή εθελοτυφλούμε, για να αποφύγουμε στιγμιαίες αλλά παροδικές δυσάρεστες καταστάσεις. Χωρίς συνείδηση δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία, γιατί η ευτυχία δεν έρχεται από μόνη της, αλλά δημιουργείται βήμα βήμα, στιγμή προς στιγμή. Αν εστιάσουμε σε αυτό, δρούμε, αντιδρούμε, εξελισσόμαστε, επαναπροσδιορίζουμε τον εαυτό και τη ζωή μας ολόκληρη, τότε μόνο μπορούμε να έχουμε δικαίωμα να αναζητούμε την ευτυχία. Τότε μόνο η ευτυχία θα είναι εφικτή.
❃❃❃
Philomαtheia 26 Σεπτεμβρίου 2022
Η απομυθοποίηση ως απαραίτητη προϋπόθεση
αποδοχής και πραγματικής αγάπης
❃❃❃
Γεγονός
Η απομυθοποίηση δεν είναι αποτέλεσμα, είναι προϋπόθεση. Το να «χαμηλώσεις» έναν άνθρωπο, να τον εξανθρωπίσεις, να τον δεις όπως πραγματικά είναι και όχι όπως φανταζεσαι ότι είναι, είναι απαραίτητη διαδικασία για να μπορέσεις να τον γνωρίσεις, πόσω μάλλον να τον αγαπήσεις.
Τα παραπάνω συμπεράσματα δεν είναι δεδομένα: δεν απομυθοποιείς κάποιον μόλις τον αποδεχτείς (ή μόλις νομίσεις ότι τον αποδέχθηκες).
Δεν είναι όμως ούτε διαβαθμίσιμα: η απομυθοποίηση είναι απόλυτη (δεν έχει «ναι μεν, αλλά»).
Πλάνη
Όσο δεν απομυθοποιείς το εν λόγω άτομο, τόσο πληγώνεσαι από αυτό (ακόμα και αν δεν κάνει απολύτως τίποτα για να σε πληγώσει).
Συνεχίζεις να νομίζεις ότι κάτι σου χρωστάει, ότι κάπως αλλιώς έπρεπε να σου φέρεται, ότι «κάτι λείπει» στη σχέση σας (ερωτική, οικογενενειακή, φιλική) ή ότι λείπει αυτός ο ίδιος. Δεν λείπει όμως, απλώς εσύ δεν τον βλέπεις, όχι όπως πραγματικά είναι.
Η απομυθοποίηση δεν σημαίνει παθητική αποδοχή των ελαττωμάτων, σημαίνει να περιμένεις το αποτέλεσμα του ελαττώματος χωρίς να σε ενοχλεί, χωρίς να ελπίζεις σε κάτι άλλο, χωρίς να αναμένεις μια διαφορετική συμπεριφορά που θα ικανοποιήσει τις δικές σου εγωιστικές προσδοκίες.
Αποδοχή
Δεν μπορείς να περιμένεις από τον άλλο άνθρωπο να φερθεί όπως θες ή όπως περιμένεις ότι αρμόζει (ακόμα και αν ψευδώς ισχυρίζεσαι ότι πρόκειται για το καλό και των δύο).
Δεν μπορείς να θεωρείς τη συμπεριφορά του καθενός και της καθεμίας «λάθος», και κάθε φορά που αποτυγχάνεις να τους «διορθώσεις» να νιώθεις μη αγαπητός ή αγαπητή, χωρίς προσοχή και ομιλών ή ομιλούσα σε τοίχο. Όταν μιλάς «στον τοίχο» είναι γιατί δεν υπάρχει αποδέκτης, και όταν δεν υπάρχει αποδέκτης είναι γιατί δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει.
Απομυθοποίηση, με άλλα λόγια, δεν σημαίνει να απολαμβάνεις τα ελαττώματα κάποιου, ούτε να τα αντέχεις. Σημαίνει να μην τα βλέπεις καν σαν ελαττώματα, αλλά σαν μέρος της ολότητας που επέλεξες να αγαπάς.
Αν το αποτέλεσμα της απομυθοποίησης σε θλίβει ή σε σοκάρει, φύγε (δεν έπρεπε να είσαι εκεί εξ αρχής, αλλά κορόιδεψες τον εαυτό σου με τις προσδοκίες σου).
Αν σε γαληνεύει η θέαση της αλήθειας, βρίσκεσαι στο σωστό μέρος.
Εν τέλει ίσως αυτό να σημαίνει «αποδοχή»: να γνωρίζεις ένα ελάττωμα που ξέρεις ότι δεν σου αρέσει, χωρίς να σε απογοητεύει το αποτέλεσμά του, χωρίς να θέλεις να το αλλάξεις, χωρίς να αγανακτείς που δεν περνάει το δικό σου.
Εκτός αν σέβεσαι την «διαφορετικότητα» και την «ατομικότητα» μόνο όταν δεν σου μοιάζει.
Το βάθρο
Κατά την απομυθοποίηση, κατεβάζεις το εν λόγω άτομο από το ψευδαισθητικό βάθρο που το είχες τοποθετήσει για να καλύπτει τις ανάγκες σου, και, αν «αξίζει» (αν δηλαδή μπορείς να αντέξεις το βάρος της αλήθειας του, ακόμα και αυτής που δεν «σου αρέσει»), τον τοποθετείς στο πραγματικό βάθρο που του αρμόζει. Αυτό είναι αγάπη.
Αν μετά την απομυθοποίηση δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε κανένα βάθρο (όχι γιατί δεν έκανε αρκετά για να ανέβει, αλλά γιατί δεν ανέβηκε εκεί ακριβώς που του είπες), αυτό είναι μη αγάπη.
Για αυτό η απομυθοποίηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αγαπήσεις κάποιον. Γιατί αν δεν το κάνεις, αγαπάς το είδωλο που έχεις κατασκευάσει, σε μια τοξική αγάπη που εξακολουθεί να προσπαθεί να αλλάξει τον άλλον «για το καλό του».
Το πώς επιτυγχάνεται η απομυθοποίηση είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα.
Το πιο σημαντικό είναι να καταλάβεις πως αν δεν σου αρέσει κάτι, το πρόβλημα είναι δικό σου.
Μέρος II φυσικό επόμενο ναρκισσισμού, κοινωνική προέκταση της αυτο-αγάπης
❃❃❃
Ο ναρκισσισμός (βλ. Μέρος I), είτε ως ψυχιατρική πάθηση, είτε ως κοινωνική συμπεριφορά, είτε απλώς ως το σύνολο συγκεκριμένων ελαττωμάτων που διαμορφώνουν ένα ατομικό γίγνεσθαι έξω από μας (γιατί ποιός θα δει τον εαυτό του ως μετέχων αυτού;) είναι ένα από τα πολλά και ολέθρια αποτελέσματα της παρερμήνευσης του κινήματος #LoveYourselfFirst.
Δεν μπορούμε να δίνουμε την ίδια συμβουλή σε όλους, και, αξιοποιώντας τη, όλων τα αποτελέσματα να είναι θετικά και ευάρεστα. Αν κάποιος είναι φοβισμένος και εγκρατής, μια λογική συμβουλή είναι «προσπάθησε να αποκτήσεις περισσότερο θάρρος, μίλα πιο πολύ, πιο δυνατά». Αν όμως κάποιος είναι θρασύς, εγωπαθής και με άκρατη αυτολαγνεία, πως μια τέτοια συμβουλή θα μπορούσε να οφελήσει τον ίδιο, αλλά και το περιβάλλον του; Το αντίθετο μάλιστα: μια λογική συμβουλή θα ήταν «προσπάθησε να περιορίσεις την ισχυρογνωμοσύνη σου, άφησε τον συνομιλητή σου να εκφράσει την σκέψη του, μην είσαι προκατειλημένος ότι έχεις δίκιο πριν καν ακούσεις τι έχει να σου πει».
Έτσι λοιπόν, με τον ίδιο τρόπο, πως έχουμε καθολικοποιήσει τόσο εύκολα και με τόσο καθαρή συνείδηση μια προτροπή που άλλους τους βοηθάει, αλλά άλλους τους χειροτερεύει και τους οδηγεί στην ακρότητα;
Ένας άνθρωπος σιγανός, που δεν έχει την απαραίτητη αυτοπεποίθηση, που είναι ήσυχος στα λόγια και στις πράξεις, που γίνεται εύκολα θύμα εκμετάλλευσης, που υπομένει άσχημες συμπεριφορές, που δεν αντιδρά, που πιστεύει ότι του αξίζουν όλα όσα του συμβαίνουν, τότε ναι: αυτός πρέπει να αγαπήσει περισσότερο τον εαυτό του, να βγει έξω από το σώμα του και να δει τον εαυτό του σαν κάποιον τρίτο, κάποιον που θα έσπευε να προστατεύσει αν έβλεπε ότι τον αντιμετωπίζουν άσχημα.
Όμως ένας άνθρωπος εγωπαθής, κομπορρήμων, αλαζόνας, που ζει για να εκμεταλλεύεται άλλους (αυτούς που δεν αγαπάνε τον εαυτό τους αρκετά ώστε να τον αντιμετωπίσουν), που ανεβάζει την αξία του με το να τους μειώνει, που αγαπά τόσο πολύ τον εαυτό του που καταλήγει επικίνδυνος για το κοινωνικό σύστημα, πώς συμβουλεύουμε αυτόν να αγαπήσει τον εαυτό του; Να τον αγαπήσει δηλαδή περισσότερο; Να εντείνουμε τα συμπτώματα του ναρκισσισμού του και να τον κάνουμε ακόμα πιο δυνατό, ακόμα πιο επιρρεπή στην εκμετάλλευση; Και κατά συνέπεια, να οδηγήσουμε τον απαθή, φοβισμένο άεργο σε ακόμα μεγαλύτερη απάθεια, φόβο και αεργία;
Η υποτιθέμενη «αγάπη για τον εαυτό» που τόσο έκδηλα και αγόγγυστα μας σερβίρουν δεν είναι παρά ένα τέχνασμα που ως στόχο έχει την οριζόντια και κάθετη επιμήκυνση των ακρότατων (τουλάχιστον εάν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος). Ο φοβισμένος φοβάται περισσότερο, και ο εγωλάγνος αυτοαγαπιέται περισσότερο - εις βάρος όλων.
Με αυτόν τον τρόπο ο εγωλάγνος δ ι κ α ι ο λ ο γ ε ί τ α ι για τις πράξεις του - δεν δικαιολογείται μόνο στον εαυτό του αλλά δικαιολογείται κοινωνικά: πώς κάποιος θα μπορούσε να του πει ότι κάνει λάθος, τη στιγμή που απλώς τηρεί κατά γράμμα τις κοινωνικές επιταγές, υπό το πρόσχημα μάλιστα ενός θετικού κινήματος «αγάπης και αυτοβελτίωσης»;
Ο εγωλάγνος δεν είναι απαραίτητα το αυστηρό, στρυφνό, απότομο άτομο με άγρια όψη και ομιλία. Είναι ο άνθρωπος της διπλάνης πόρτας. Είναι ο χαμογελαστός πωλητής, η καλοσυνάτη ανθοπώλης, το ευγενές αφεντικό, ο γλυκύτατος σύζυγος. Δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνουμε σε ποιούς αρμόζει αυτή η συμβουλή και σε ποιούς όχι. Και εν τέλει, δεν έχουμε το δικαίωμα να απαιτούμε από κάποιους να μην την εφαρμόζουν, τη στιγμή που εμείς οι ίδιοι τη διασπείρουμε χωρίς δεύτερη σκέψη, υπό τη μορφή του αδιάσειστου κοινωνικού στεγανού.
Αδιαμφισβήτητα υπάρχουν καθολικές αρχές, ιδέες, αξίες και ιδανικά που πρέπει να αγωνιζόμαστε για την εγκαθίδρυσή τους, που πρέπει να εφαρμόζονται σε όλους και όλες μας, που μας αφορούν όλους και όλες παρά τις επιμέρους διαφορές, και που προστατεύονται πάση θυσία, τα λεγόμενα «ανθρώπινα δικαιώματα». Παρόμοια περίπτωση είναι το νομικό σύστημα κάθε χώρας, το Σύνταγμα, τα γραπτά ή προφορικά «πρέπει» κάθε κοινωνίας.
Όμως, είναι άλλο πράγμα η τοποθέτηση του εαυτού σε σχέση με το όλον υπό αντικειμενικά κατά το δυνατόν κριτήρια, και άλλο πράγμα η καθολικοποίηση προπαγανδιστικών προτροπών που φέρουν, αποδεδειγμένα, όλα τα σαθρά αποτελέσματα που αντιμετωπίζουμε όλοι και όλες καθημερινά.
Κάποια στιγμή ο εγούλης πρέπει να σταματήσει να αγαπάει τον εαυτό του, και μια καλή αρχή είναι να σταματήσουμε να του λέμε να τον αγαπάει.
Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικό είναι να πάψουμε να αντιμετωπίζουμε με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις.
Το ιστολόγιο αποσκοπεί στη προβολή άρθρων όχι μόνο για την ενημέρωση και τον σχολιασμό επιστημονικών θεμάτων, αλλά και για τον προβληματισμό πάνω σε καίρια ζητήματα της ανθρώπινης υπόστασης και τη παροχή εναλλακτικών τρόπων σκέψης. Σκοπός είναι πάντα η εμβάθυνση και η εσωτερική αναζήτηση, όχι απαραίτητα η εύρεση μιας καθολικής απάντησης σε κάθε ζήτημα.
TRANSLATE
ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΑ
Μοναδικές δημιουργίες - Εκκλησιαστικά - Είδη δώρου - Εποχιακά