"Ενεκα τών αρετών τούτων τό έργον τού Ηροδότου άπεβη ανάγνωσμα προσφιλές και διδακτικόν, πολλάς δέ γενεάς μερόπων ανθρώπων έπαιδαγώγησε κχί παιδαγωγεί. Άλλά και ό συγγραφεύς αυτού, ό πολύπειρος 'Αλικαρνασεύς, πολλού λόγου έγένετο αφορμή και παρά τοις αρχαίοις και παρά τοις νεωτεροις. Τινές έξήτασαν τόν Ήρόδοτον ώς ιστορικόν, και δή πατερα τής ιστορίας, άλλοι ώς θεολόγον, αναζητούντες τάς έν τώ έργω αυτού διεσπαρμένας θρησκευτικάς αρχάς- άλλοι πάλιν έζήτησαν νά ύποστηρίζωσι τήν άκρίβειαν τών υπ' αυτού ίστορουμενων, περί ής ήγέρθη έν αυτή τή άρχαιότητι αμφιβολία, άλλοι ηθέλησαν νά ύπερασπίσωσι τό άμερόληπτον αυτού, όπερ επίσης παρά τοις άρχαίοις αμφισβητείται, και άλλοι τέλος έξήτασαν τάς περιηγήσεις αυτού άνά τάς τρεις ηπείρους. Τής ημετέρας πραγματείας σκοπός είναι νά έξετάσωμεν διά βραχέων τόν Ήρόδοτον ώς γλωσσολόγον.
Ό συγγραφεύς πανταχού τού έργου αύτού παρενείρει τώ όντι γλωσσικάς και γραμματικάς ενίοτε παρατηρήσεις" ζητεί πολλάκις νά έρμηνεύση τήν παραγωγήν τού ονόματος χωρών, ατόμων η εθνών μεταφράζει ξένας έπιγραφάς και ξένα ονόματα- πρός τούτοις καίπερ ών Δωριεύς έγραψεν έν διαλέκτω ιωνική και παρέλαβεν έν τώ έργω αυτού πληθυν λέξεων εντελώς ξένων. "Ενεκα πάντων τούτων ένόμισα ουχί άνάξιον του κόπου να εξετάσω ύπό την είρημένην ιδιότητα τον πάτερα της ιστορίας, τοσούτω μάλλον, οσω περί της ιδιότητος αύτού ταύτης, καθ' όσον τουλάχιστον γνωρίζω, δεν γίνεται λόγος. Ό Stein έν τη έκδόσει αύτού ποιείται μνείαν γλωσσικών τίνων χωρίων τού "Ηροδότου, παρεργως όμως και ελλιπώς.
Και πρώτον άς άρχίσωμεν άπό τών θεών. Ό "Ηρόδοτος έν τω έργω αύτού αναφέρει ότι ή Αφροδίτη έκαλείτο παρά τοις Άσσυρίοις Μύλιττα (1,131,191), παρά τοις Άραψι Άλιλάτ (3,9), παρά τοις Περσαις Μίτρα (6,98) και παρά τοις Σκύθαις Άργίμπασα (4,59). Ό Διόνυσος παρά μεν τοις Άραψιν Όροτάλτ , παρά δέ τοις Αίγυπτίοις "Οσιρις (2,154). Ό Ζευς παρά τοίς Σκύθαις μεν Παπαίος (4,59), παρά τοίς Αίγυπτίοις δέ Άμούν. Ό Απόλλων παρά τοίς Σκύθαις Οίτόσυρος (4.59), παρά τοις Αίγυπτίοις δέ *Ωρος (2,156). Επίσης παρά τοις Σκύθαις ή μεν Γη έκαλείτο Άπί , ή "Εστία Ταβιτί και ό Ποσειδών Θαγιμασάδας (4,59), ενώ παρά τοις Αίγυπτίοις ή Δημήτηρ έκαλείτο Ισις, ή "Αρτεμις Βούβαστις, ό Έπαφος Άπις καί ό Λίνος Μανερώς (2,79,154,156—3,28).
Άλλαγού τού έργου αύτού ό ιστορικός εφιστά την προσοχήν του εις τό όνομα διαφόρων εθνών. Ούτω λοιπόν διδάσκει ήμας ότι οί Περσαι «ύπό μεν "Ελλήνων έκαλούντο Κηφήνες1 ύπο μεντοι σφεων αυτών Άρταίοι», εκλήθησαν δε ούτω άπό τού Περσου υίού τού Περσεως (7,61)' οί δέ Μηδοι ύπό πάντων μεν τό πάλαι έκαλούντο "Αριοί, άφικομενης δέ Μήδειας της Κολχίδος εξ Αθηνών εις τούς Άρίους τούτους μετέβαλον και ούτοι τό όνομα (7,62)· επίσης οτι οϊ Πέρσαι έκάλουν πάντας τούς Σκύθας Σάκας (7,64), ότι οί ύπό τών "Ελλήνων καλούμενοι Σύριοι ύπό τών βαρβάρων εκλήθησαν Άσσυριοι (7,63), οτι οί Φρύγες, ώς οί Μακεδόνες λεγουσι, έκαλοΰντο Βρυγες 2 έφ' Οσον χρόνον Ευρωπαίοι όντες σύνοικοι ήσαν τών Μακεδόνων, μεταβάντες δέ εις τήν Άσίαν μετά της χώρας μετέβαλον και τό όνομα (7,73), οτι τούς Σκύ θας οί "Ελληνες ώνόμασαν ούτω καλουμε'ους πρότερον Σκολότους «τοΰ βασιλέως επωνυμίην» (4,6), ότι οί Βιθυνοί πρότερον έκαλοΰντο Στρυμόνιοι «οίκεοντες έπί Στρυμόνι» (7,75), οτι οί Καπαδόκαι ύπό "Ελλήνων Σύριοι ονομάζονται (1,72) και δ'τι οί Λνκιοι εκλήθησαν ούτως άπό τού Λύκου (1,173).
"Αλλοτε αποφαίνεται γνώμην περί της γλώσσης διαφόρων εθνών, προσπαθών μάλιστα νά άνευρη δι' αυτής και συγγένειαν μεταξύ αυτών ούτω π. χ. προκειμένου περί Πελασγών λεγει Οτι δέν δύναται μεν ακριβώς νά ειπη περί τής γλώσσης των, εάν όμως έπιτρέπηται νά συμπεράνη, λέγει ότι «οί Πελασγοί ήσαν βάρβαρον γλώσσαν ίέντες» (1,57)· επίσης δέν δύναται, λέγει, ακριβώς νά διακρίνη άν «οί Καύνιοι κατά τήν γλώσσαν προσκεχωρήκασι πρός τό Καρικόν γενος ή οί Κάρες πρός τό Καυνικόν (1,172), άλλαγού δέ λέγει οτι οί Κόλχοι είναι συγγενείς τών Αιγυπτίων, διότι ό βίος και ή γλώσσα «έμφερής έστι άλλήλοισι» (2,105), οτι οί Σαυρομάται μεταχειρίζονται μεν γλώσσαν Σκυθικήν, σολοικίζουσιν Ομως, επειδή αί Αμαζόνες δέν έξεμαθον αυτήν καλώς (4,117), οτι παρά τοις "Ιωσι τής Μ . Ασίας διεκρίνοντο τέσσαρα ιδιώματα γλώσσης (1,142) και οτι πρός ούδεμίαν άλλην είναι παρεμφερής ή γλώσσα τών τρωγλοδυτών Αιθιόπων, οίτινες « τετρίγασι κατά περ αί νυκτερίδες» (4,183).
Άλλά και περί τής προφοράς και παραγωγής διαφόρων κυρίων ονομάτων ατόμων τε και εθνών συχνά ποιείται λόγον ό "Ηρόδοτος" ούτω περί τού ονόματος "Αρχανδρος αποφαίνεται Οτι δέν είναι Αίγυπτιακόν (2,98), ότι τό Περσικόν όνομα Μασίστιος κατά τήν έλληνικήν προφοράν ήτο Μακίστιος (9,20), οτι τό όνομα Λιβυη προήλθεν έκ τού ονόματος αυτόχθονος γυναικός, τό τής 'Ασίας έκ τής συζύγου τού Προμηθέως (4,45), ότι τόν Φερών, βασιλέα τών Αιγυπτίων, διεδέξατο Μεμφίτης άνήρ, τού όποιου τό όνομα κατά τήν τών "Ελλήνων φωνήν ήτο Πρωτευς (2,112), Οτι ό τύραννος τών Σάρδεων Κανδαύλης καλείται ύπό τών Ελλήνων Μυρσίλος (1,7) και ότι ή Μαιονία εκλήθη Λυδία άπό του Λυδού, υίού τού "Ατυος (1,7).
Πολλαχού τού έργου τούτου ό Ηρόδοτος μεταφέρει είς τήν έλληνικήν γλώσσαν και ξένας έπιγραφάς ή κύρια ονόματα" ούτω π. χ. έν 1,187 αναφέρει έπιγραφήν τινα τής Σεμιράμιδος, έν 2,106 έτεραν άναφερομενην είς τόν Σέσωστριν, έν 2,125 έπιγραφήν, ής τό περιεχόμενον έγένετο αύτώ, ώς λέγει, γνωστόν δι' έρμηνέως, έν 2,136 άλλην έπιγραφήν πυραμίδος έκ πλίνθων, έν 2,141 έπιγραφήν τού αγάλματος τού βασιλέως τών Σκυθών, έν 3,88 έπιγραφήν ανάγλυφου τού Δαρείου τού Ύστάσπους. Έν δε 6,98 μεταφέρει είς τήν έλληνικήν φωνήν τά ονόματα τών Περσών Δαρείος, Ξέρξης, Αρταξέρξης =Έρ - ξίης, Άρήϊος, Μέγας Άρήϊος.
Άλλά και είς καθαρώς γραμματικάς παρατηρήσεις κατέρχεται ενίοτε ό ημέτερος ιστορικός. Ούτως έπλυ παραδείγματι έν τώ Α ' βιβλ. (148) διδάσκει ήμας ότι τά ονόματα τών εορτών τών Ιώνων ώς και πάντων τών Ελλήνων κατέληγον είς α, έν δέ τώ αυτώ βιβλίω (139) διϊσχυρίζεται οτι άνεκάλυψέ τι , οπερ έλάνθανε τούς Πέρσας, οτι δηλ. τά ονόματα αυτών όμοια τοις σώμασι και τή μεγαλοπρέπεια τελευτώσι πάντα είς τό αυτό γράμμα, ήτοι ς.
Πρός τούτοις ό "Ηρόδοτος, ώς είπον ήδη ανωτέρω μεταχειρίζεται πολλάς ξενικάς λέξεις έν τώ έργω αυτού, τάς όποιας και παραθέτω κατωτέρω μετά τίνων συντόμων διασαφήσεων είλημμένων τό πλείστον έκ τής εκδόσεως τού Stein.
Ένάρεες (1,105)" ούτω κατά τόν Ήρόδοτον έκαλούντο ύπό τών Σκυθών οί πάσχοντες θήλειάν τινα νόσον, τής οποίας και τήν άφορμήν αναφέρει. Περί τής θηλείας ταύτης νόσου ποιείται λόγον και ό Αριστοτέλης έν τοις Ήθικοίς Νικομ. (VII 8) και ό Ιπποκράτης έν τώ περί Αέρων (22), οστις τους πάσχοντας έκ τής νόσου ταύτης ευγενείς Σκύ - θας καλεί άνανδριέας' ό δέ Ηρόδοτος έν βιβλ. 4 (67) καλεί αυτούς και ανδρογύνους.
Άριμασπους (4,27)" περί τής λέξεως ταύτης ό Ηρόδοτος λέγει τά έξης" «παρά δέ τούτων (δηλ. τών Ίσσηδόνων) Σκύθαι παραλαβόντες λέγουσι, παρά δέ Σκυθέων ήμείς οί άλλοι νενομίκαμεν και όνομάζομεν αυτούς (δηλ. τούς μονοφθάλμους) Άριμασπούς" αριμα γάρ εν καλέουσι Σκύθαι, σπου δέ όφθαλμόν». Ό Ευστάθιος όμως (παρά Διον. τώ Περιηγ. 31) λέγει: αρι μεν τό εν Σκυθιστί, μασπος δέ ό οφθαλμός"επίσης και ό Σχολιαστ. τού Αισχύλου (Προμηθ. 804). Ή ετυμολογία τής λέξεως, περί τής Σκυθικής προελεύσεως τής όποιας οί νεώτεροι άμφιβάλλουσιν, έγένετο πιθανώς ύπό τού Προκοννησίου Άριστέα, οστις έποίησε τά Άριμάσπεια έπη, άφού και είς αυτόν τόν Αίσχύλον ήτο γνωστή.
"Ασχυ (4,23)" λέξις σκυθική σημαίνουσα κατά τόν Ήρόδοτον ύγρόν τι παχύ και μέλαν, όπερ κατεσκεύαζον έκ τού καρπού δένδρου μεγέθους συκής και καλουμένου ποντικού. "Αξιον παρατηρήσεως είναι ότι και σήμερον έτι έν Ρωσσία μεταχειρίζονται παρόμοιόν τι ύγρόν, οί δέ Τάταροι έν Καζάν έχουσι και αυτήν τήν λέξιν ασχυ = atschi, δι' ής δηλούσι τό όξύ (Erman' s Archi v fur wissensch. Kund e Russl . I 427).
Πόρατα (4,48)" σκυθικόν όνομα πόταμου, όστις κατά τόν Ήρόδοτον έκαλείτο ελληνιστί Πυρετός και ό οποίος κατά πασαν πιθανότητα είναι ό νύν καλούμενος Προύθος.
Έξαμπαϊος (4,52)" όνομα κρήνης έν τή Σκυθία και τόπου όθεν αύτη έρρεε" κατά τήν τών "Ελλήνων όμως φωνήν, λέγει ο "Ηρόδοτος, έκαλείτο ό τόπος Ίραι οδοί.
Οιόρπατα (4,110)' «τάς δέ Αμαζόνας καλέουσι σκυθιστί ο'όρπατα' δύναται δέ τό όνομα τούτο κατά "Ελλάδα γλώσσαν άνδροκτόνοι' οίορ γάρ καλέουσι άνδρα, τό δέ πατά κτείνειν».
Σπακώ (1,110)" «ούνομα δέ τή γυναικι ήν ή συνοίκεε Κυνω κατά τήν τών "Ελλήνων γλώσσαν, κατά δέ τήν Μηδικήν Σπακώ' τήν γάρ κύνα καλέουσι οπάκα Μήδοι»" ή μηδική λέξις είναι spα (Sanskr. cua=κύων), τό δέ κω είναι κατάληξις.
Σατραπηιη (1,192)" «και ή άρχή τής χώρας ταύτης (δηλ. τής Άσσυρίας), τήν οί Πέρσαι σατραπηιην καλέουσι, έστί άπασέων τών άρχέων πολλών τι κρατίστη». Έν 3,82 λέγεται ότι ό Δαρείος διήρεσε τό περσικόν κράτος είς 20 σατραπείας. Ή λέξις σατράπης σημαίνει περσιστι τόν κηδεμόνα τού βασιλέως" υπάρχει και εξατράπης (παρά Φωτ. βιβλ. ρ. 120 α 24) και ρήμα έξσατραπεύω έν έπιγραφαίς. Παρά τοις μεταγενεστέροις "Ελλησιν ή λέξις κατέστη κοινή δηλοόσα τόν αλαζόνα και μαλθακόν άρχοντα.
άτάρβη (1,192)" λέξις περσική δηλούσα μέτρον, τό όποιον κατά τόν Ηρόδοτον «χωρέει μεδίμνου Αττικού πλέον χοίνιξι τρισί Άττικήσι».
ραδίνάκης (6,119)' επίσης περσική λέξις σημαίνουσα είδός τι πετρελαίου, τό οποίον κατά τόν Ήρόδοτον ητο μέλαν κχί παρείχεν όσμήν βαρείαν.
οροσάγγης (8,85)" «oι δέ εύεργέται βασιλέως όροσάγγαι καλέονται περσιστί»" ή λέξις ευεργέτης παρά ταίς έλληνικαίς πόλεσιν ήτο τίτλος τιμητικός αποδιδόμενος εις ξένους, ώς δηλούται έκ τών επιγραφών παρα τοις Άσιανοίς όμως μονάρχαις είχε διάφορον σημασίαν. Ό Φώτιος και ό "Ησύχιος έρμηνεύουσι τήν λέξιν οροσάγγαι=σωματοφύλακες βασιλέως· έν τή σημασία ταύτη μεταχειρίζεται τήν λέξιν και ό Σοφοκλής ('Αποσπ. 185). Πιθανώς παράγεται ή λέξις έκ τού ορο (άργ. περσ. var = φυλάττειν) και σάγγης = βασιλεύς.
άγγαρήϊον (8,98)" περί τών ταχυδρόμων τών Περσών τόν λόγον ποιούμενος ό Ηρόδοτος λέγει : «τοΰτο τό δράμημα τών ίππων καλέουσι Πέρσαι άγγαρήϊον». Η λέξις παράγεται έκ τοΰ αγγαρον, οπερ σημαίνει σταθμός- αγγαρος δέ ο και άστάνδης ήτο ό ίππεύς ό άπό σταθμοΰ εις σταθμόν κομίζων τάς έπιστολάς. Κατά τόν Σουίδαν αγγαρος = ό έκ διαδοχής γραμματοφόρος. Ή λέξις άπό τών μηδικών πολέμων και εφεξής ήτο, ώς φαίνεται, γνωστή, όθεν ό Αισχύλος έν 'Αγαμεμν. 282 ήδύνατο νά εϊπη «φρυκτός δέ φρυκτόν δεΰρ' άπ' άγγάρου πυρός έπεμπε». Κοινότερα κατέστη ή λέξις παρά τοις μεταγενεστέροις, έξ ής και τά παρ' ήμϊν σήμερον άγγαρενω και αγγαρεία.
τυκτα (9,110)· λέξις επίσης περσική, τήν οποίαν ό Ηρόδοτος μεταφράζει εις δείπνον βααιλήϊον τέλειον.
χάμψαι (2,69)" λεξις αιγυπτιακή δηλοΰσα τούς κροκοδείλους, ήτις διεσώθη μέχρι σήμερον παρά τοις Κόπταις.
Μενδης (2,46)" αιγυπτιακή λέξις δηλοΰσα τόν τράγον και τόν Πάνα. καλάσιρις (2,81)" λέξις αίγυπτ. = χιτών λινοΰς καθήκων μέχρι τών σκελών και θυσανωτός, εξ ου και τό μάχιμον γένος τών Καλασιρίων (πρβ. 2,164).
κυλληστις (2,77) και κύλλαστις' λέξις αίγυπτ. σημαίνουσα άρτον έξ ολυρών.
λωτόν (2,92)· «φύεται έν τοις ύδασι κρίνεα πολλά, τά Αιγύπτιοι καλέουσι λωτόν». Ή λέξις λοιπόν αιγυπτιακή, ώς φαίνεται, ούσα εισήχθη άπό τών αρχαιοτάτων ήδη χρόνων παρά τοις "Ελλησι και άπεδόθη ύπ' αυτών εις διάφορα φυτά.
βάρις (2,96)· επίσης αίγυπτ. λέξις δηλοΰσα μικρόν πλοιάριον. κίκι (2,94)· αίγυπτ. λέξις σημαίνουσα ελαιον όπερ έξήγετο έκ τοΰ καρποΰ τών σιλλικυπρίων.
πίρωμις (2,143)" ή αιγυπτιακή λέξις pi-romi s = άνήρ· κατά τόν Hρόδοτον «πίρωμις δέ έστι κατά Ελλάδα γλώσσαν καλός κάγαθός».
άσμάχ (2,30)" ούτως έκαλοΰντο παρά τοις Αίθίοψι κατά τόν "Ηρόδοτον οί έξ αριστεράς χειρός παριστάμενοι τώ βασιλεΐ.
Βάττος (4,155)" ό Ηρόδοτος τήν λέξιν ταύτην θεωρεί λιβυκήν σημαίνουσαν βασιλέα' πιθανώς είναι λέξις πεποιημένη, σχέσιν έχουσα πρός τό βατταρίζω κ.τ.τ .
ζεγεριες (4,192)· λέξις λιβυκή, τήν οποίαν ό Ηρόδοτος μεταφέρει,εις τήν έλληνικήν διά τής λέξεως βουνοϊ (πρβλ. 199). Παρά τω Ησυχίω ή λέξις άπαντα ζεγέριαι, δηλοί δέ είδος μυών έν Λιβυκή.
Σίγυνναι (5,9). Κατά τόν Ήρόδοτον πέραν τοΰ "Ιστρου κατώκουν μόνον οί καλούμενοι Σίγυνναι. Περί τούτων ουδείς έτερος αναφέρει έκτος τοΰ 'Απολ. "Ροδ. (4,320), όστις λέγει ότι οί Σίγυννοι κατώκουν παρά τάς έκβολάς τοΰ "Ιστρου. Παραδόξως πως όμως ό Στράβων (11,11,8) άναφερει φυλήν τινα Σιγυννους παρά τόν Καύκασον ομοίους πρός τούς Σιγύννας τοΰ "Ηροδότου. Περί τής φυλής ταύτης ό "Ηρόδοτος λέγει μεν ότι ήσαν άποικοι τών Μήδων, δέν δύναται όμως νά απόδειξη πώς έγένοντο. Ακριβολόγων δέ περί τής λέξεως ό ιστορικός λέγε: ότι Σιγύννας έκάλουν οί Λίγυες, οί πρός βορράν τής Μασσαλίας οικοΰντες, τούς καπήλους, οί δέ Κύπριοι τά δόρατα" κατά τόν Σουίδαν ούτως έκάλουν τά δόρατα και οί Μακεδόνες. Ή λέξις επί τής σημασίας ταύτης περιήλθεν εις κοινήν χρήσιν, ώς φαίνεται, άλλά κατά διάφορον μορφήν και γραφήν (δηλ. σιγύνης, σιγύνη, σίγυννα, σίγυννος, σίγυμνον. σιβύνη, ζιβύνη και άλλως).
βεκός (2,2)" λέξις φρυγική σημαίνουσα άρτον παρά Στράβωνι (8,3) τονίζεται βέκος, επίσης και παρά τω Σχολιαστ. τοϋ 'Απολ. 'Ροδ. (4,262)" ό δέ Σχολ. τοΰ 'Αριστοφ. εχει και τύπον γεν. βεκους.
λάδανον (3,112)" λέξις αραβική (έλλην. = λήδανον), δηλοΰσα τό μΰρον όπερ συνηθροίζετο εις τούς πώγωνας τών αιγών έκ τίνος φυτοΰ, όπερ έκαλεϊτο λήδος ή λήδον.
σάγαρις (7,64)" λέξις ξένη, ισως σκυθική, σημαίνουσα όπλον ομοιον άξίνη.
κινάμωμον (3,111)" φοινικική λέξις, τήν οποίαν ό Ηρόδοτος μεταφράζει διά τοΰ κάρφη.
λήϊτον (7,197)" «λήϊτον δέ καλέουσι τό πρυτανήϊον οί Αχαιοί»" ή λέξις παράγεται έκ τοΰ λεώς, έξ ού και λητουργία" λήϊτον λοιπόν = δημόσιον.
Έ κ τών προεκτεθέντων καταφαίνεται οτι ό Ηρόδοτος οϋ μόνον συμβάντα ιστορικά καϊ μύθους έγνώριζε νά άφηγήται μετά τής ιδιαζούσης αύτώ χάριτος, άλλά καϊ είς ζητήματα γλωσσικά έστρεφε συχνότατα τήν προσοχήν αύτοΰ' εντεύθεν αί πλείσται παρατηρήσεις αυτού περί συγγενείας γλωσσών, παραγωγής ονομάτων ατόμων και εθνών καϊ ή συχνή χρήσις ξένων λέξεων έν τώ έργω αύτού. Αί λέξεις αύται (άσσυριακαί, άραβικαί, λιβυκαί, φοινικικαί, περσικαί, σκυθικαί, αιγυπτιακάι) είναι βεβαίως καρπός τών περιηγήσεων του ιστορικού- άλλ' άρά γε ήτο κάτοχος ξένης τινός γλώσσης ;
Είς τήν έρώτησιν ταύτης είναι δύσκολον νά απάντηση τις, ώς είναι δύσκολος ή άπάντησις και είς τήν έρώτησιν, διά ποίαν αίτίαν έπεχείρησεν ό Ηρόδοτος τάς περιηγήσεις του. Έν τώ έργω αυτού δεν γίνεται μνεία ούτε περί του ενός ούτε περί τοΰ έτερου ζητήματος, ή μάλλον περί τοΰ ζητήματος τής γλώσσης ρητώς ενίοτε αναφέρει ότι μετεχειρίζετο διερμηνέα (πρβλ. 2,125)" οΰχ ήττον τολμώ νά υποθέσω οτι άνήρ οίος ό Ηρόδοτος, τοσούτον λεπτολογών περί γλωσσικών ζητημάτων, άν δεν ώμίλει, τουλάχιστον θά ένόει και άλλην τινά έκτος τής ελληνικής γλώσσαν.
Έν Θεσσαλονίκη. Ε Μ Μ ΑΝ . ΔΑΥΙΔ
1 Ή επωνυμία Κηφήνες αποδεικνύει οτι οί αρχαίοι πολλάκις ένεκα τών παραδόσεων καϊ τών μύθων ύπέπιπτον εις Ίστορικάς πλάνας. Κηφήνες ήσαν κυρίως οί Άσσυριοι συγγενείς τών Αιθιόπων άπό τοϋ Κηφέως υίοΰ τοΰ Βήλου, οϊτινες έκυρίευσαν τήν Άσίαν μέχρι της Μεσογ. θαλάσσης" επειδή δε οί "Ελληνες ού μόνον της κυρίως "Ελλάδος άλλά καϊ τής Μ. Ασίας δέν είχον σαφή γνώσιν τών διαφόρων τής Ασίας κατακτητών, άπεδόθη ύπ' αυτών τό ονομα εις τους Πέρσας, καθ' όσον μάλιστα ο Περσεύς ο εγγονός τοΰ Κηφέως ένεκα τής συνωνυμίας εθεωρείτο και ύπ' αυτών τών Περσών ώς γενάρχης αυτών (πρβλ. 7,150). Τό δέ όνομα Άρταϊοι παράγεται έκ τοϋ έπιθ. arta, όπερ υπάρχει εις πολλά κύρια ονόματα (Άρτάβανος, Αρταφέρνης, Αρταξέρξης κ.λ.) και σημαίνει υψηλός, ισχυρός, ευγενής.
2 Τό όνομα Βρίγες ή καϊ Βρυγες είναι κατά τήν Μακεδ. προφοράν ώς και Βίλιππος, Βερενίκη κ.τ.τ.
Αναδημοσίευση Philomαtheia 04 Σεπτεμβρίου 2022