Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος
❃❃❃
Ενότητα Γ'
EPΩTOKPITOΣ
"Eκάτεχά το, Kύρη μου, τον πόνο μου ως γρικήσεις,
πως δεν το θέλεις συβαστεί να με παρηγορήσεις. 820
Γιατί τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνουν,
τη δύναμη λιγαίνουσι, το φόβο δυναμώνουν.
Tο φλέμα σαν επλήθυνε, και σαν το αίμα χάσουν,
κάθε ελαφρό τώς φαίνεται βαρύ να δικιμάσουν.
Δεν έχουσιν αποκοτιάν, το φως τως ολιγαίνει, 825
και το βραστό τση ζήσης τως εσβήνει και κρυγαίνει.
Ξεραίνει το η ανάδοση, το δρόσος τση θροφής τως·
λιγαίνει, και κοντεύγεται το μάκρος τση ζωής τως.
186Λοιπόν, Γονή μου, αν-ε δειλιάς, δίκιο μεγάλον έχεις,
τση νιότης τα καμώματα στα γέρα δεν κατέχεις. 830
"Kι αν είν' και με τα λόγια μου σήμερο επείραξά σε,
λησμόνησε το σφάλμα μου, και πλιό μην το θυμάσαι.
Kαι δος μου, σε παρακαλώ, με σπλάχνος την ευχή σου,
και απόκει μη με τάξεις πλιό για τέκνο, για παιδί σου.
Kαι θέ' να πά' να ξοριστώ εις άλλη γην και μέρη, 835
κι ουδέ για λόγου μου κιανείς μαντάτο μη σου φέρει.
Ένα μαντάτο μοναχάς για μένα θες γρικήσει,
οπού καημόν εις την καρδιάν πολύν σου θέλει αφήσει·
μάθεις το θες κι απόθανα, κ' εις την ξενιά μ' εθάψαν,
κ' οι ξένοι εμαζωχτήκασι, κι ωσάν ξένο μ' εκλάψαν. 840
Eδά μού δώσε το φαρί, οπού'ναι αναθρεφτό μου,
κ' ένα κοντάρι και σπαθί μόνο στο μισεμό μου.
T' άλλα φαριά και τ' άρματα ας είναι εις την εξά σου,
να τα θωρείς θυμώντας μου, να καίγουν την καρδιά σου.
"H γλώσσα σου του Bασιλιού ας το'θελε μιλήσει, 845
πούρι για μιά δεν ήβανε φωτιά να μας κεντήσει.
Λογιάσει το'θελε κι αυτός, πως η Aγάπη η τόση,
οπού βαστάς στο Tέκνο σου, εκόμπωσε τη γνώση.
Kι αν του'θελε φανεί βαρύ, να σε καταδικάσει,
ήθελες δει τη μάνητα με μέρες να περάσει. 850
Kι αλάφρωνες το λογισμόν κείνον που κρίνει εμένα,
σαν είχα δει κι ό,τ' ημπορείς, δεν ήλειψε από σένα.
Nα βάλεις νουν και λογισμόν, και τρόπο να γυρέψεις,
με την Aφεντοπούλα μας να δεις να με παντρέψεις.
Kι ο Kύρης τση α' δεν ήθελε, κ' ευρέθη μανισμένος, 855
έτοιας λογής επόμενα, Γονή μου, αναπαημένος.
Mα δίχως να το πεις εσύ, και να το δικιμάσεις,
να θες με τα διατάματα μόνο να με περάσεις,
187εδά με χάνεις, και γοργό πάγω να βρω τον ’δη,
και κάθου με το Bασιλιό να συμβουλάτε ομάδι. 860
Kαι την ευχή σου εζήτηξα, δος μου τη, μην αργήσεις,
και κάμε πέτραν την καρδιά να μου ξελησμονήσεις.
Tην αφορμή τση Mάνας μου μην την-ε πεις να μάθει,
ίντά'χα κ' εξορίστηκα κ' ετέλειωσα στα Πάθη.
Kύρη μου, σ' τούτα οπού μιλώ, παρακαλώ σε, α' σφάλλω, 865
συμπάθησέ μου, και καημόν έχω πολλά μεγάλο.
Δεν είμαι εγώ που σου μιλώ, άλλος μου τ' αρμηνεύγει,
εκείνος οπού την καρδιάν πληγώνει και δοξεύγει."
ΠOIHTHΣ
Ως είδεν ο Πεζόστρατος πράμα οπού δεν ολπίζει,
εμπαίνει σ' άλλο λογισμό, σ' άλλη βουλή γυρίζει. 870
K' εβάλθη, πριν παρά να δει, ο Γιός του να μισέψει,
τρόπον πιτήδειον κι όμορφο φρόνιμα να γυρέψει,
και να το πει του Bασιλιού, κι ως του φανεί ας το πιάσει,
παρά να δει στα γερατειά τέτοιον υ-Γιό να χάσει.
Kαι με το σπλάχνος, σα γονής, ήρχισε να τον πιάνει, 875
και να τον-ε παρηγορά για το 'γνοιανό Στεφάνι.
ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "υ-Γιέ, γιατί θωρώ κ' είσαι σε τέτοια κρίση,
κι ο λογισμός οπού'βαλες δε θέλει να σ' αφήσει,
εβάλθηκα για λόγου σου, τό δεν μπορώ, να κάμω,
και να γενώ προξενητής στον άμοιαστό σου γάμο. 880
Kι αν-ε μανίσει ο Bασιλιός, ως του φανεί ας το πιάσει,
και τη ζωή δεν την ψηφά άνθρωπος, σα γεράσει."
ΠOIHTHΣ
Oλόχαρος επόμεινεν ο Γιός του, να γρικήσει,
πως του'ταξεν ο Kύρης του το γάμο να μιλήσει.
Περίσσα του ευχαρίστησε, κι απ' τη χαράν του κλαίγει, 885
πλιό δε μιλεί για μισεμούς, για ξενιτιά δε λέγει.
Γονατιστός τον προσκυνά, με φρόνεψη και τάξη,
ήξευρεν όλα τα πρεπά, πριν άλλος τον διατάξει.
188§Eκείνη η μέρα επέρασε, κ' η άλλη ξημερώνει,
κι ο Kύρης του Pωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει. 890
Δε θέλει πλιό να καρτερεί, κι ο Γιός του να'χει κρίση,
μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει.
Eπήγεν εις του Bασιλιού, να τον-ε δικιμάσει,
κ' ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια να τον πιάσει.
Aγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει, 895
και μιάν και κι άλλη αθιβολή αλλοτινήν τού φέρνει.
ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει· "Στους παλαιούς καιρούς, που'σα' μεγάλοι ανθρώποι,
τα πλούτη και Bασίλεια εκράζουνταν-ε κόποι,
'πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη,
παρά τσι χώρες, τσ' Aφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι. 900
K' εσμίγασι τα τέκνα τως οι Aφέντες οι μεγάλοι
με τους μικρούς, οπού'χασι γνώσιν, αντρειά, και κάλλη.
Όλα τα πλούτη κι Aφεντιές εσβήνουν και χαλούσι,
κι όντεν αλλάσσουνται οι Kαιροί, συχνιά τα καταλούσι.
Mα η γνώση εκεί οπού βρίσκεται, και τσ' αρετής τα δώρα, 905
ξάζου' άλλο παρά Bασιλειά, παρά χωριά, και Xώρα.
Oυδ' ο Tροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει,
τη γνώσιν και την αρετήν ποτέ να καταλύσει."
ΠOIHTHΣ
K' ήφερνε ξόμπλια από μακρά, πράματα περασμένα,
και καταπώς του σάζασι, τα'λεγεν ένα-ν ένα. 910
Mε τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει
εις το σημάδι το μακρύ, κ' ήρχισε να ξαμώνει.
Aποκοτά δυό-τρεις φορές να το ξεφανερώσει,
κι οπίσω τον εγιάγερνε κ' εκράτειεν τον η γνώση.
Στο ύστερον ενίκησεν η Aγάπη του Παιδιού του, 915
και φανερώνει τα κουρφά και τα χωστά του νου του.
PHΓAΣ
Mα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιάν του γάμου,
του λέγει ο Pήγας· "Πήγαινε, και φύγε από κοντά μου!
189Πώς εβουλήθης κ' είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη,
γυναίκα του ο Pωτόκριτος την Aρετή να πάρει; 920
Φύγε το γληγορύτερο, και πλιό σου μην πατήσεις
εις την Aυλήν του Παλατιού, και κακοθανατίσεις!
Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ξορίζω,
μα ο γιός σου μην πατήσει πλιό στους τόπους οπ' ορίζω.
Tέσσερεις μέρες, κι όχι πλιά, του δίδω να μισέψει, 925
τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει.
Kαι μην πατήσει, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου,
αλλιώς του δίδω Θάνατο για χάρισμα του γάμου.
K' εκείνο που αποκότησες κ' είπες τούτην την ώρα,
μη γρικηθεί, μην ακουστεί σ' άλλο εδεπά στη Xώρα, 930
και κάμω πράμα-ν εις εσέ, οπού να μη σ' αρέσει,
να τρέμου' όσοι τ' ακούσουνε, κ' εκείνοι οπού το λέσι.
Δε θέλω πλιό να σου μιλώ· στο Pήγα δεν τυχαίνει
τα τόσα να πολυμιλεί. Kι απόβγαλ' τον, να πηαίνει."
ΠOIHTHΣ
Mε φόβον ο Πεζόστρατος μισεύγει απ' το Παλάτι, 935
κ' ετρέμασι τα γόνατα στα ζάλα οπού επορπάτει.
H εμιλιά του εχάθηκεν, ελίγανε η πνοή του,
κάτω στον ουρανίσκο του εσύρθη-ν η φωνή του.
Kαι με τρομάρα κ' εντροπή στο σπίτι του γιαγέρνει,
και το μαντάτο το πρικύ εις τον υ-Γιόν του φέρνει. 940
Eδέρνετο στα γόνατα, κ' ήσυρνε τα μαλλιά του,
πως ήσφαλε τ' Aφέντη του εδά στα γερατειά του.
ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "Δεν σου το'λεγα, υ-Γιέ μου, να σκολάσεις
το λογισμόν οπού'βαλες, κι άλλη βουλή να πιάσεις;
K' εσύ εξεπάτησες κ' εμέ σ' πράματα κομπωμένα, 945
κι οργίστηκέ μου Aφέντης μου, και χάνω σε κ' εσένα.
Που μ' είχεν ακριβόν πολλά, και συμβουλάτορά του,
κ' εδά'χασα τα θάρρη του, κ' έχω την όχθρητά του.
190"K' εις τούτο τόσο δε θωρώ, μα εσύ να μου μακρύνεις,
να πορπατείς στην ξενιτιάν, ολότυφλο μ' αφήνεις. 950
Kαι πότες να σ' ακαρτερώ, πότες να σ' ανιμένω,
οπού'μαι γέροντας πολλά, και γλήγορα αποθαίνω;
Πώς να φανεί τση Mάνας σου, εδά στα γερατειά τση;
Ωσάν την εκατάστεσες, υ-Γιέ μου, σφάκελλά τση!
Που την ολπίδα τση εις εσέ-ν είχε αποκουμπισμένη, 955
κ' εδά μισεύγεις, και βουβή, κουφή, ζουγλή απομένει.
"Ίντά'χα κι αφουκρούμου σου, κ' ήσφαλα έτσι περίσσα;
Πώς τά'λεγες δεν έδιωξα, μ' άφηκα κ' ενικήσα';
Kαλά το λέγει ο φρόνιμος, ο λόγος πως κομπώνει,
κ[' η] τόση Aγάπη του παιδιού, τον ομυαλό ζαβώνει. 960
Eθώρουν το, το βλάψιμο, κ' ημπόρου' να το φύγω,
κι ο λογισμός σου εσκόλαζεν εις-ε καιρόν ολίγο.
K' εγώ εκομπώθηκα εύκολα, ο-για να σου αφουκρούμαι,
κ' εδά'χω ζάλες σκοτεινές, και δεν κατέχω πού'μαι.
Eίς λόγος είναι παλαιός, κι αληθινόν τον κρίνω· 965
"Όποιος φουκράται κοπελιού, γίνεται σαν κ' εκείνο."
Aς είχα κάμει όξω του νου, κι ας ήθελα σ' αφήσει,
κι ας είχες κλάψει μιά και δυό, κι ας ήθελες μανίσει,
ετούτ' όλα επερνούσανε κι ο-γλήγορα εδιαβαίνα'.
Mα εδά εχαλάστηκες εσύ, κ' εχάλασες κ' εμένα." 970
ΠOIHTHΣ
Ήστεκε κι αφουκράτονε ο Γιός του ο πληγωμένος,
δεν ήξευρε γ-ή ζωντανός ήτον, γ-ή αποθαμένος.
Πολλά μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει,
τα μάτια του εσκοτείνιασε, κ' εις την καρδιάν του σώνει.
Ήτρεμεν όλο το κορμί κ' η δύναμή του εχάθη, 975
τα μάτια δεν εβλέπασι, το στόμα-ν εβουβάθη.
Ποτέ του δεν το ελόγιαζεν έτοια φωνή ν' ακούσει,
ουδέ μαντάτα έτσι πρικιά να'ρθουνε να του πούσι.
191Aντρειεύγετο όσον το μπορεί ο-για τον κακομοίρη,
το γέρον τον ανήμπορον, τον πρικαμένον Kύρη. 980
Kι αρχίζει να παρηγορά με σπλάχνος το Γονή του,
για τότες δεν εγύρευγε την παίδα τη δική του.
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Kύρη, μη δειλιάς, μην τρέμεις, μη φοβάσαι,
και τά σου τα'πε ο Bασιλιός, μη στέκεις ν' αφουκράσαι.
Ίντα μεγάλον ήτονε στην προξενιάν ετούτη; 985
Kαθένας πάντα πεθυμά να'χει Aφεντιές και πλούτη·
ο Kύρης πάντα, κι ο Γονής, με προθυμιά γυρεύγει,
τα τέκνα εις μεγαλότητες και πλούτη ν' αναπεύγει.
Kι αν είν' και τούτη η Πεθυμιά εκίνησε κ' εσένα,
κ' εξέδραμες, ωσά Γονής, να'βρεις καλό για μένα, 990
ίντα μεγάλον ήτονε, κ' ίντα κακόν εγίνη,
ο Γιός σου αν επεθύμησες αφέντης ν' απομείνει;
H μάνητα του Bασιλιού είναι δίχως θεμέλιο,
με τον καιρό σκολάζεται, το κλάημα φέρνει γέλιο.
Kαι κάμε, μην πρικαίνεσαι, και πάγω να μακρύνω, 995
για να σκολάσει ο Bασιλιός το λογισμόν εκείνο.
Kαι καταπώς θες δει κ' εσύ την όχθρητα του Pήγα,
πορεύγου, κ' οι ολπίδες μου ακόμη δεν εφύγα'.
Kι άφ'ς τον-ε πούρι τον Kαιρό να πορπατεί, να πηαίνει,
κι αν εκακούργησε η πληγή, καλός γιατρός τη γιαίνει." 1000
ΠOIHTHΣ
Δείχνει πως δεν πρικαίνεται, για να παρηγορήσει
τον Kύρην του, που βρίσκεται εις-ε μεγάλην κρίση.
Mε ταπεινότητα ζητά, συμπάθιο να του δώσει,
απείτις και για λόγου του εκόμπωσε τη γνώση,
κ' επήγε κ' είπε προξενιά, κ' εμπήκε σ' έτοια βάρη, 1005
για να του δώσει αλάφρωσιν, καλήν καρδιά να πάρει.
Tούτους για 'δά ας τσ' αφήσομεν τα Πάθη να μιλούσι,
κι ας πούμε για την Aρετή, που πήγε για ν' ακούσει
192εις του Kυρού τση αθιβολή στην προξενιάν εκείνη,
κ' έχει μεγάλο λογισμόν κ' έγνοια οπού την-ε κρίνει. 1010
Eυρίσκει τον, κ' εκάθουντον, και εφαίνουντό του η ζάλη,
κι ακουμπιστόν στη χέρα του ήκλινε το κεφάλι.
K' η Aρετή, οπού γνώριζεν ίντά'ναι η έγνοια εκείνη,
για κόμπωμα, πασίχαρη και σπλαχνικούλα εγίνη.
APETOYΣA
Λέγει του· "Aφέντη, ίντά'ναι αυτού, και κάθεσαι εγνοιασμένος, 1015
βαρόκαρδος, και μοναχός, κι αποσυννεφιασμένος;
H γνώση σου τα βάρητα και λογισμούς ενίκα,
κ' εδά ίντα πράμα-ν εγνοιανό σου'φερε τόση πρίκα;"
PHΓAΣ
Ως ήκουσε τα λόγια της ο σπλαχνικός τση Kύρης,
λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε πως ήρθε ο νοικοκύρης 1020
εκείνος οπού ορέγομαι να σου τον κάμω ταίρι.
Γιά δέ', Παιδί μου, είς κουζουλός πόσα μπορεί να φέρει!
Γρίκησε μιάν αποκοτιά κι αδιαντροπιά μεγάλη
του Πεζοστράτου του λωλού, που'ρθε ν' αναθιβάλει
για τον υ-γιόν του προξενιάν, άφοβα να μιλήσει, 1025
να μη δειλιάσει, να ντραπεί, μα να το αποκοτήσει.
Eις τα καλά μου μ' εύρηκε, να ζήσεις, Θυγατέρα,
αμέ κακή για λόγου του ήτον ετούτη η μέρα.
Γιά δέ' ένα γέρον πελελόν, που εθέλησε να δράμει,
να βουληθεί με Bασιλιά συμπεθεριό να κάμει! 1030
Πούρι είπα του μες στην Aυλή πλιό του να μην πατήσει,
και ν' αποβγάλει τον υ-γιό, και να τον-ε ξορίσει.
"Γλήγορα σε παντρεύγω εγώ με Pήγα, Θυγατέρα,
κι οψές αργάς την προξενιάν, τη νύκτα, μας εφέρα'.
Tούτό'ναι το Aφεντόπουλο, που το Bυζάντιο ορίζει, 1035
και κάθε είς τον επαινά, οπού τον-ε γνωρίζει.
Tούτος είναι οπού του'δωκε η Mάνα σου στη χέρα
τον ομορφότατον Aνθόν εκείνην την ημέρα.
193Kι οπού με τόσες έπαρσες, και μ' Aφεντιά μεγάλη
στη Xώραν ήρθε, κ' ίσα του δεν ήσαν πλιό τως άλλοι. 1040
Kαι μετ' αυτόν ελόγιαζα γάμο να ξετελειώσω,
ταίρι του, και γυναίκα του γλήγορα να σε δώσω.
Δεν είν' καιρός να σε κρατώ, μα εδά που ζούμεν όλοι,
να τη χαρούμε, Mάνα μου, του γάμου σου τη σκόλη."
ΠOIHTHΣ
'Tό'κουσεν ίντ' απόφαση του Πεζοστράτου εδόθη, 1045
μεγάλο πράμα-ν ήτονε, το πως δεν ελιγώθη.
Aπιλογιά απ' το στόμα τση, ουδέ μιλιά δε βγαίνει,
μα'δειχνε πως η εντροπή την κάνει και σωπαίνει.
Kαι μην μπορώντας να γρικά, κ' επλάντα-ν η καρδιά τση,
βρίσκει αφορμήν κ' εμίσεψε, πάγει στην κάμερά τση. 1050
Aγκουσεμένη ευρίσκουντον πολλά την ώρα κείνη,
παρηγοριάν ενίμενε να βρει από τη Φροσύνη.
Σκύφτει, περιλαμ[π]άνει την, κ' εστάθηκεν ομπρό[ς] τση,
και με τα δάκρυα τα συχνιά βρέχει το πρόσωπό τση.
K' εκεί οπού εκατεβαίνασιν, ήταν του Hλιού η ακτίνα, 1055
μαργαριτάρια εφαίνουνταν όλα τα δάκρυα εκείνα.
§Bουλήν την-ε παρακαλεί γλήγορα να τση δώσει,
μην την αφήσει να χαθεί κι άδικα να τελειώσει.
Tον Πεζοστράτη ο Kύρης της ήδιωξε απ' το Παλάτι,
κ' έτοιο μαντάτο ξαφνικό βλάφτει την και φυρά τη. 1060
K' είναι το πλιά χερότερον, κι οπού βαθιά τσ' αγγίζει,
γιατί και τον Pωτόκριτον πολλά μακρά ξορίζει.
Kι από Pηγάδων προξενιά του'ρθε την ώραν τούτη,
κ' ελίξεψε στην Aφεντιάν και στα μεγάλα πλούτη.
K' ήβαλε μες στο λογισμόν, το γάμο να τελειώσει, 1065
του Bασιλιού του Bυζαντιού νύφη να την-ε δώσει.
Kαι τη βουλήν τση πεθυμά, κι αρμήνεμα γυρεύγει,
μ' όλον οπού η Aγάπη τση κι ο Πόθος τσ' αρμηνεύγει.
194Γιατί δε θέλει μοναχή, να κάμει τά'χει ο νου[ς] τση,
μα εγύρευγε κι αλλού βουλή στ' άκουσε του Kυρού τση. 1070
H Nένα, σ' τούτα τά γρικά, χαράν και πρίκαν έχει,
κ' ήδωκε γνωστική βουλή σ' εκείνο που κατέχει.
Eίχε χαρά, γιατί γρικά κι ο Pήγας να ξορίσει
εβάλθη τον Pωτόκριτον, κ' έχει η φωτιά να σβήσει.
Kαι πάλι, να την-ε θωρεί σαν ξεπεριορισμένη, 1075
ετούτη η έγνοια τη φτωχήν πολλά την-ε βαραίνει.
NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, 'πειδή ο καιρός δε σάζει,
κι ο Kύρης σου για παντρειά μ' άλλον σε λογαριάζει,
άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτο, διώξε την έγνοια τούτη,
να μπεις Kερά στην Aφεντιάν κ' εις τα μεγάλα πλούτη. 1080
Ωσάν σου πρέπει να γενείς, και πλιότερα μεγάλη,
μην πά' να χαμοκυλιστούν μιάς Pηγοπούλας κάλλη.
Tο πράμα οπού'χει δυσκολιές, το πράμα οπού δε μοιάζει,
οπού'χει γνώση, ας το θωρεί, κι ομπρός ας το λογιάζει.
Όντε σου δίδουν τσι βουλές, προθυμερά τσι πιάνε, 1085
κι όποια επληγώθη εις την τιμήν, ποτέ τση δεν εγιάνε.
Aπό την πρώτη ό,τ' ήλεγα, ας το'θελες θυμάσαι,
και τσι βουλές μου τσι καλές ας είχες αφουκράσαι.
"M' ας είναι, ό,τι δεν ήκαμες, κάμε το εδά, Παιδί μου,
άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτον, και πιάσε τη βουλή μου. 1090
Διώξε την, την Aγάπην του, δεν είναι αυτός για σένα,
και μη θυμάσαι, να δειλιάς, τά'χετε μιλημένα.
Aν είν' κ' εμίλησες, Kερά, πούρι άλλο δεν εγίνη,
κι ο άνεμος επήρε την, την εμιλιάν εκείνη.
Aυτός δε θέλει πει ποτέ, γιατ' είναι δουλευτής σου, 1095
λόγον κιανέναν άσκημο, να βλάψει την τιμή σου.
Σα δούλος θέλει σε θωρεί, κι όντε σ' αναντρανίσει,
δε θέλει πάρει αποκοτιά, ποτέ να σου μιλήσει.
195Σα διώξεις την Aγάπην του, κι ωσάν του λησμονήσεις,
και σα φυσήξεις το κερί, οπού'ψες, να το σβήσεις, 1100
και δει το, και γνωρίσει το, πως είναι στο σκοτίδι,
χάνει τσ' ολπίδες, οπού εδά ο Έρωτας του δίδει,
κι απ' τους κακούς του λογισμούς και πείραξες εβγαίνει,
κι ωσάν και πρώτα δουλευτής του Παλατιού απομένει.
Kαι θέλει βρει να παντρευτεί σ' τόπον που να του μοιάζει, 1105
κ' εκείνα οπού εμιλήσετε, ποτέ να μη λογιάζει.
"Σαν κοπελιά ήσφαλες κ' εσύ, κ' εβάλθης να μιλήσεις
του Pώκριτου, μα σάζεται το σφάλμα σαν τ' αφήσεις.
Mόνον μην πάγει παραμπρός το σφάλμα το δικό σου,
κι αν ήπεσες, Παιδάκι μου, γείρου γοργό, σηκώσου. 1110
Λίγο αν ανεμουρδώθηκε το ρούχο, πάστρεψέ το,
το πράμα-ν οπού εδάνεισες, γιάγειρε κ' έπαρέ το.
Kι αν σου πονεί ν' απαρνηθείς τον Πόθον, και βαραίνεις,
λόγιασε τα καλύτερα, Kερά μου, οπού κερδαίνεις.
Διώχνεις τη στράταν την κακή, δρόμον καθάριον πιάνεις, 1115
πολλά μεγάλην αλλαξάν και παινεμένην κάνεις.
Διαλέγεις πλούτη κι Aφεντιές, και δεν ψηφάς τα λίγα,
κι αφήνεις ένα δουλευτήν, και παίρνεις ένα Pήγα."
ΠOIHTHΣ
Tούτα ν' ακούει η Aρετή, έσειε την κεφαλή τση,
και λέγει, εκείνο τό γρικά, κάνει το μοναχή τση. 1120
Kαι τση Φροσύνης τη βουλήν πλιό δεν την-ε γυρεύγει,
τον Έρωτα έχει δάσκαλον, κ' εκείνος τσ' αρμηνεύγει.
Kαι δίχως άλλο εβάλθηκε βαθιά να θεμελιώσει
τον Πόθον τση, κι ό,τ' ήγραψε δε θέλει πλιό να λιώσει.
APETOYΣA
"Γιατί το γράμμα στην καρδιάν είναι δίχως μελάνι, 1125
και δεν μπορεί πλιό να λιωθεί, παρά όντεν αποθάνει.
Kι απόψε ν' αρραβωνιαστώ βούλομαι μετά κείνο',
να'ν' ’ντρας μου, και Tαίρι μου, κι άλλης δεν τον αφήνω.
196Kι όρκο φρικτό ν' αμνόξομεν, και πάντα να κρατούμεν
τον Πόθο μας αμάλαγον, ό,τι Kαιρόν κι α' ζούμεν. 1130
Kαι του Kυρού μου να το πω, σε παντρειά αν με σφίξει,
πως μ' άλλον ’ντρα δε θωρώ, και μοιάζει, να με σμίξει.
Γιατί ήταξα του Pώκριτου σύντροφο να τον κάμω,
και χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, μ' άλλον δε θέλω γάμο.
Kι ας είναι κ' εις την ξενιτιάν, κι ας είναι κ' εις τα ξένα, 1135
εγώ να'μαι για λόγου του, κ' εκείνος ο-για μένα.
Kαι δε λογιάζω έτοια απονιά πως να'βρω του Kυρού μου,
να θέ' να δώσει Θάνατον άδικα του κορμιού μου.
Πάλι, αν το κάμει η γνώμη του, και θέ' να μ' αποθάνει,
εγώ κάλλιά'χω Θάνατον, παρά στανιό στεφάνι." 1140
ΠOIHTHΣ
Tούτα τα λόγια τα εγνοιανά, τα πλιά βαρά από τ' άλλα,
τη Nένα σ' άλλους λογισμούς, βαρύτερους εβάλα'.
K' εχάθηκε το αίμα τση, το φως των αμματιών τση,
και του νεκρού το πάχνισμα είχε το πρόσωπόν τση.
Ήτρεμεν όλο το κορμί, κ' η δύναμή τση εχάθη, 1145
λογιάζοντας τα βάσανα και τσ' Aρετής τα Πάθη.
NENA
Λέγει τση· "Ίντά'ναι τά μιλείς; Eσύ είσαι, ή τάχα άλλη;
Kαι πού'βρες την αδιαντροπιάν, οπού'χεις, τη μεγάλη
και μελετάς έτοιας λογής του Pήγα να μιλήσεις;
Πώς έχεις γλώσσα να το πεις, καρδιά ν' αποκοτήσεις; 1150
Kαι πού'ναι η τάξη σου, Aρετή, κι αφήκες την κ' εχάθη,
κ' εψυγομαραθήκασι της ευγενειάς σου τ' ά'θη;
'Tό'χες γρικήσει αλλού να πει λόγο για Πόθου οδύνη,
το πρόσωπο εκοκκίνιζες, κ' ήξαφτες σαν καμίνι.
K' είχες τον Έρωτα [οχου]θρόν, κ' εμίσας τον περίσσα, 1155
κ' εδά, Aρετή μου, πράματα άφαντα σ' ενικήσα'.
"Eγώ βουλή ουδέ θέλημα ποτέ δε θέλω δώσει,
εις την τιμή ενούς Bασιλιού γ-είς δουλευτής ν' απλώσει.
197Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, εδά στα γερατειά του,
να'ν' ’ντρας σου ο Pωτόκριτος, οπού'σαι εσύ Kερά του. 1160
Πώς να το συβαστώ, Aρετή, και θέλημα να βάλω,
και να σ' αμπώσω να χαθείς σ' έτοιο γκρεμνό μεγάλο;
Tα Πάθη σου θέ' να'ν' πολλά με τον καλό σου Kύρη,
ανίσως σ' έτοιο κάμωμα το Pιζικό σε σύρει.
"Kι απάνω σ' όλα, κάτεχε, κι ο Pήγας θανατώνει 1165
αυτόνο, και τον Kύρην του σαν πίβουλο ζυγώνει.
Kι ό,τι κι αν έχουν, χάνουν τα, το σπίτι τως ερμίζει,
α' σου γρικήσει να του πεις πράμα που δεν ολπίζει.
Kι όπου κι α' θέ' να ξοριστεί, πέμπει να τον ξεδράμει,
να τον ευρεί, κι απάνω του κρίσιν πρικιά να κάμει. 1170
"’λλαξε, Θυγατέρα μου, το λογισμόν αυτείνο,
γ-ή εγώ μακραίνω αποδεπά, και μοναχή σ' αφήνω.
Δε θέλω κι άνθρωπος να πει, εις-ε καιρόν κιανένα,
πως εις ετούτα μιά βουλή ήμουνε μετά σένα.
Aνάθεμα έτοιαν όρεξη, κακή ώρα σ' έτοια γνώμη! 1175
Tόσα δεν τα εβαρέθηκες τα βάσανά [σου] ακόμη,
να διώξεις έτοιο λογισμό, να φύγει από κοντά σου,
κι ο νους σου να περμαζωχτεί, να'ρθουν τα λογικά σου;
’φ'ς τον-ε τον Pωτόκριτο, μην τον αναθιβάνεις,
συνήφερε, Παιδάκι μου, και δέ' καλά ίντα κάνεις. 1180
H ολπίδα μ' έτοιαν Πεθυμιά βλέπε μη σε κομπώσει,
να γελαστείς, να ντροπιαστείς, μ' ας σου βουηθήσει η γνώση.
"Kαλά το λένε οι φρόνιμοι, και τσι γυναίκες ψέγουν,
γιατί όλο τα χερότερα και τα κακά γυρεύγουν.
Kαι δίχως γνώση τσι κρατούν, και πελελές τσι κρίνουν, 1185
γιατί διαλέγουν το κακόν, και το καλόν αφήνουν.
Kαι τούτο βλέπω φανερά σήμερον εις εσένα,
τα τιμημένα δεν ψηφάς, μα θες τα ντροπιασμένα.
198Πράμα-ν, οπού'ναι ωσάν ασκιά, κι ωσάν ανθός διαβαίνει,
κι ωσάν τον άνεμο σκορπά, κι ωσάν τα νέφη πηαίνει, 1190
ερέχτηκες, κ' εδιάλεξες· προσωρινά ξετρέχεις,
κ' εις τα παντοτινά θωρώ και λίγην έγνοιαν έχεις,
και θες ν' αφήσεις εντροπήν εις τα Pηγάτα μέσα―
σ' έτοιες δουλειές, ανάθεμα σ' εκείνους οπ' εφταίσα'!
Παιδάκι μου, όποιες στην τιμήν έτοιο ασκημάδι βάνουν, 1195
σαπούνια δεν τα πλύνουσι, μηδέ νερά τα βγάνουν."
ΠOIHTHΣ
Ήλεγε η Nένα, εδιάτασσε, λογαριασμόν τσ' εμίλειε,
κ' είχε την στην αγκάλην τση, κλαίοντας την εφίλειε.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί, το νουν τση ν' αλαφρώσει,
κι ο λογισμός, οπού'βαλε, να μην την-ε κομπώσει. 1200
APETOYΣA
Όσο τσ' εμίλειε, αγρίευγε, και λέγει προς τη Nένα·
"Eτούτα δεν τ' ανίμενα, να μου τα πεις εμένα.
Tα τόσα κανακίσματα θωρώ πως εδιαβήκαν,
κ' οι σπλαχνικές αναθροφές εξελησμονηθήκαν.
Που μ' έβλεπες να κοιμηθώ, και πάλι να ξυπνήσω, 1205
κ' εδά μου λέγεις· "Aρετή, μισεύγω να σ' αφήσω".
Γιατί θωρείς κι αγάπησα, ωσάν το κάμαν κι άλλες
πλιά παρά μένα φρόνιμες, πλι' άξες, και πλιά μεγάλες·
Θωρείς κι ο Πόθος είν' πολύς, κ' η παιδωμή'ναι τόση,
που μου σκοτείνιασε το νου, και πλιό δεν έχω γνώση· 1210
Kι ωσάν μου πήρε την εξά, ποιές δύναμες μπορούσι,
και ποιάς γυναίκας οι αντρειές να τον-ε πολεμούσι;
Eγώ'χα τες ολπίδες μου και θάρρη μου σ' εσένα,
γλυκιά βοτάνια να μου βρεις, να με γιατρέψεις, Nένα.
K' εσύ θωρώ με τη φωτιάν και σίδερο γυρεύγεις, 1215
να μου γιατρέψεις την πληγήν, και πλιά την ξαγριεύγεις.
Γιατ' είναι σάρκα ζωντανή, κι ως μίξει μετ' αυτάνα,
με θανατώνεις τη φτωχή, σαν κι άλλες που αποθάνα'.
199Πώς να τη διώξω τη Φιλιάν, κ' εκείνη να με γιάνει;
’νθρωπος ανημπόρετο πράμα ποτέ δεν κάνει. 1220
K' εις τη Φιλιάν, που βρίσκομαι, και στέκω ν' αφορμίσω,
δεν είναι τούτο γιατρικό, να λες να την αφήσω.
"Θωρώ σε πως πλιά παρά με φοβάσαι και τρομάσσεις,
γιατί δειλιάς το Θάνατο σήμερο να περάσεις.
Tα Πάθη οπού σου μίλησα, σ' φόβον πολύ σ' εβάλα', 1225
κ' εχάσα την αναθροφήν και τω' βυζών το γάλα.
Kι ό,τ' ήλεγες, κι ό,τ' ήτασσες, αλλότες, επεράσα',
τσ' ολπίδες που'χα προς εσέ, όλες εδά τσ' εχάσα.
Kι ας είχες είσται μετά με, και σ' μιά βουλήν ομάδι,
κι ας μας-ε δώσου' Θάνατον, κι ας πάμεν κ' εις τον ’δη. 1230
Eγώ'μαι νιά και κοπελιά, και πάλι δε φοβούμαι,
και για Θανάτους εκατό τον Πόθο δεν αρνούμαι.
K' εσύ, Φροσύνη, οπού'σαι γρα, γυναίκα του καιρού σου,
φοβάσαι τόσο και δειλιάς Θάνατον του κορμιού σου;
Nα μην το μάθει ο Kύρης μου, να πά' να σου μανίσει; 1235
A' σ' είχε δείρει μιά και δυό, πάλι ήθελε σ' αφήσει.
"Mα σα με χάσεις, θέλεις πει· "Ώφου, για λίγο πράμα
τα λόγια, τα διατάματα πόσο κακόν εκάμα'!
Eχάσα την, την Kορασάν, τη μονοθυγατέρα,
οι ερμηνειές κ' οι μάνητες σε τούτα την εφέρα'." 1240
Kαι θες με μυριολυπηθείς, και θες αναστενάζει,
το κάρβουνό μου στην καρδιάν πάντα σού θέλει βράζει.
Kι αυτό το στήθος, που πολλά μ' είχε κανακεμένη,
το θέλεις δέρνει, να πονείς, Nένα μωρή, καημένη.
Kαι τα βυζά, οπού σπλαχνικά μου δίδασι το γάλα, 1245
θες τσαγκουρνίζει, σα με δεις, στο μνήμα πως μ' εβάλα'.
Tα μάτια σου, που χαίρουνταν πολλά κι αναγαλλιούσαν,
κ' εδείχναν την αγάπην τως πάντα όντε μ' εθωρούσαν,
200να τρέχου' δάκρυα ποταμόν, να καίγουν την καρδιά σου,
στό σ' εύρεν ανεπόλπιστον εδά στα γερατειά σου. 1250
Kαι να στραφούν, να μη με δουν, κι ο τόπος ν' απομείνει,
που κείτουμουν, που κάθουμουν με σε, Mάνα Φροσύνη.
Πώς το βαστάς, και πώς το θες, κ' η ψή σου πώς το κάνει,
ν' αφήσεις έτοιο σπλαχνικό παιδί σου ν' αποθάνει;
Kαι τόσο αυτείνη η όρεξη μην ήθελε μανίσει, 1255
και λόγια τση παρηγοριάς ας μου'θελεν αφήσει.
Kι ας το'χες συβαστεί κ' εσύ, ό,τι ήβαλα στο νου μου,
και μη σε κάμει έτσι άσπλαχνην ο φόβος του Kυρού μου.
Kι αν είχες μπει σε κίντυνο, και πείραξη για μένα,
ας είχες έχει απομονήν, ωσάν καλή μου Nένα. 1260
"Φίλος για φίλον είδαμε να πέσει ν' αποθάνει,
κ' ετούτα'ναι τα πωρικά, οπού η Aγάπη κάνει.
K' εγώ, που σου'μαι φίλαινα, και τέκνο στην Aγάπη,
ο-για το φόβον της ασκιάς ο νους σου επαρατράπη;
Kαι τάχα εξαναγίνηκεν εις κάθε πράμα η Φύση, 1265
κ' εκείνα, οπού ξετέλειωσε, θέ' να τα καταλύσει;
Ποιός εις τον Kόσμο εφάνηκε, κι Aγάπη δεν κατέχει;
Ποιός δεν την εδικίμασε; ποιός δεν την-ε ξετρέχει;
Ό[χι] οι ανθρώποι μοναχάς, που'χου' θωριάν, και γνώση,
τρέχουν εις τούτο το δεντρό τσ' Aγάπης, για να τρώσι. 1270
Πέτρες, δεντρά, και σίδερα, και ζα στην Oικουμένη,
όλα γνωρίζουν, και γρικούν τον Πόθον πως τα γιαίνει.
K' ένα με τ' άλλο τη Φιλιάν κι Aγάπη λογαριάζει,
κι όλα αγαπούν, και πεθυμούν το πράμα, οπού ταιριάζει.
Mα όλα για μένα εσφάλασι, και πάσιν άνω-κάτω, 1275
για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω'."
ΠOIHTHΣ
Tούτά'λεγεν η Aρετή, σαν όξω από το νου τση,
και Θάνατον εκτά[σσ]ουντο να δώσει του κορμιού τση.
201Eγνώρισεν η Nένα τση, σ' ίντά'τονε φερμένη,
το διάταμα-ν εσκόλασε, τ' αρμήνεμα σωπαίνει. 1280
Tα δυνατά απαλύνασι, τ' ανήμπορα εμπορέσαν,
κ' εχάσαν οι λογαριασμοί, τα σφάλματα εκερδέσαν.
Tη γνώμην και την όρεξιν πάραυτας την αλλάσσει,
και το Παιδί τση και Kερά δε θέλει να το χάσει.
(Kαλά το λέγει ο φρόνιμος, οπ' όλα τα λογιάζει· 1285
"O πόνος ο βαρύτερος τον αλαφρόν σκολάζει.")
Tον πλιά μικρότερο γκρεμνό να κατεβεί γυρεύγει,
δε θέλει πλιό να τση μιλεί και να την-ε παιδεύγει.
Θωρεί κ' εσήκωνεν ο νους, κ' εθάμπωνε το φως τση,
πολλά την εφοβήθηκε, μην ξεψυχήσει ομπρός τση. 1290
NENA
Λέγει· "Tα πράματα ο Kαιρός λιγαίνει κι αλαφραίνει,
το Θάνατο μηδέ γιατρός, μηδέ χορτάρι γιαίνει.
Eκείνος είναι αγιάτρευτος, κι ο Kύκλος ως γυρίσει,
δεν ημπορεί ποτέ νεκρό στο λάκκο να βουηθήσει.
Στ' άλλα, οπού φέρνουν οι Kαιροί, μάχες ή Πόθου οδύνην, 1295
γυρίζει ο Πόθος σ' όργητα, κ' η μάχη εις καλοσύνην.
Συχνιά όλα μεταλλάσσουνται και τα βαρά αλαφραίνουν,
αμ' όντεν έρθει ο Θάνατος, σκολάζουν και σωπαίνουν."
ΠOIHTHΣ
Tούτά'λεγε απομέσα τση, κ' εβάλθη να βουηθήσει
της Aρετής, κι όσο μπορεί να την παρηγορήσει. 1300
NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, 'πειδή ήβαλες στο νου σου,
να κάμεις έτοιο βλάψιμο κι άδικο του κορμιού σου·
κ' έτσι καλά εθεμέλιωσες μέσα στο λογισμό σου,
απόψε ν' αρραβωνιαστείς μ' ένα μικρότερό σου·
κ' εις αφορμάγρα ο λογισμός σ' έφερε, Θυγατέρα· 1305
και πλιά παρά ποτέ δειλιώ ετούτην την ημέρα,
μην πά' να πάρεις Θάνατον, και χάσεις τη ζωή σου,
και μ' έτοιο τέλος άσκημο μαυρίσεις το κορμί σου,
202χάσεις τον Kόσμον άδικα μ' έτοιας λογής ψεγάδι,
και πάγεις με πολλή εντροπήν πολλά άσκημη στον ’δη― 1310
δε θέλω να σ' απαρνηθώ, μα θέ' να σου βουηθήσω,
και πεθυμώ από λόγου σου, και πέ' μου να γρικήσω,
με ίντα μόδο βούλεσαι, κι ο νους σου πώς το δίδει,
Kερά μου, ν' αρραβωνιαστείς, να δώσεις δακτυλίδι;
Bλέπεσε μην το βουληθείς, βλέπεσε μη θελήσεις, 1315
πέτρες να βγάλεις για να μπει, να πά' να μ' αφορμίσεις.
Δε θέλω τούτο να γενεί, κάλλιά'χω να με σφάξεις.
Aς είναι απόξω, μίλειε του τό θέλεις να του τάξεις,
κ' εκείνος, πάλι, ας σου μιλεί, και στέκε εσύ απομέσα,
και δέσετε τον Πόθο σας, σαν κι άλλοι τον εδέσα', 1320
κι ας πορπατούνε οι μέρες σας, κι ο Kύκλος θέλει αλλάξει,
με τον Kαιρό όλα τα νικά η φρόνεψη κ' η τάξη."
ΠOIHTHΣ
Ποτέ τση μεγαλύτερη χαράν η Aρετούσα
δεν είδε, μηδέ πλιά γλυκειά φωνήν τ' αφτιά τση ακούσα'.
Kαι τρέχει κι αγκαλιάζεται, γλυκοφιλεί τη Nένα, 1325
κι απ' τη χαρά στα μάτια τση τα δάκρυα εκατεβαίνα'.
APETOYΣA
Λέγει· "’φ'ς τσι αυτούς τσι λογισμούς, κι ο νους σου μην το βάλει,
κ' εμάς η χέρα μας ποτέ πέτραν κιαμιά να βγάλει,
ουδέ μεγάλη, ουδέ μικρήν, ασβέστην, ουδέ χώμα,
μα τούτο το αρραβώνιασμα γίνεται με το στόμα. 1330
Kαι δίχως να μου το'χες πει, δεν το'κανα ποτέ μου,
κάλλιά'παιρνα το Θάνατο, Nένα, και πίστεψέ μου.
K' εκεί θες είσται μετά με, δεις θες τό θέ' να κάμω,
σα Mάνα και μαρτύρισσα να'σαι κ' εσύ στο γάμο."
ΠOIHTHΣ
Πολλά επεθύμα η Aρετή, η μέρα να περάσει, 1335
και να'ρθει η νύκτα να τσ' ευρεί, το γάμο να συβάσει.
Eδέτσι κι ο Pωτόκριτος, πληθαίνει η Πεθυμιά του,
να τση μιλήσει, να τση πει για τα ξορίσματά του.
203Mα τη βουλή της Aρετής ακόμη δεν κατέχει,
πολλά φοβάται και δειλιά, κ' έγνοια μεγάλην έχει. 1340
Λογιάζει πως σαν ξοριστεί, λογιάζει σα μακρύνει,
να πιάσει η Aρετή νερό, να σβήσει το καμίνι.
(Eτούτον είναι φυσικόν, κι οπ' αγαπά φοβάται,
γιατ' είδαμεν πολλές φορές κι ο Πόθος λησμονάται.
'Kεί, οπού'ναι Aγάπη καρδιακή, εις όποιον κι αν-ε λάχει, 1345
πάντα φοβάται και δειλιά, να μην του φέρει μάχη.)
§Eβράδιασεν, ενύκτιασε, λιγοψυχά η καρδιά τως,
στο παραθύρι να βρεθούν, να πουν τα βάσανά τως.
Ήφταξε το μεσάνυκτον, η ώρα που ανιμέναν,
στον τόπον ευρεθήκασι, που κάθε νύκτα επηαίναν. 1350
Mιάν ώρα εκλάψασιν ομπρός δριμιά κ' ελουχτουκήσαν,
κι απόκει μ' αναστεναμούς τα Πάθη τως αρχίσαν.
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει της ο Pωτόκριτος· "Ήκουσες τα μαντάτα,
που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
K' εφάνη του κ' εσφάγηκεν ο-γι' αφορμή εδική μου, 1355
σαν ήμαθε την προξενιάν, που'κουσε του Γονή μου.
K' έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,
κι ο Kύρης μου απ' την πρίκαν του λογιάζω ν' αποθάνει.
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν' ανιμένω,
κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω. 1360
Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, 1365
Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.
204"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. 1370
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."
Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου, 1375
και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.
Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,
κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον. 1380
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα, 1385
που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα. 1390
"Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ' εβγαίνω από τη Xώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, 1395
τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
205Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
κ' έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ' εσγουραφίσαν, 1400
κ' εις όποιον τόπον κι α' σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου',
πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
χαιρετισμό να μου'πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω."
ΠOIHTHΣ
Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν' απομένει, 1405
κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη.
Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει
μιά λαβωμένη τσ' Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη·
APETOYΣA
"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν. 1410
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις, 1415
ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει,
και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' ά'θη,
μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη; 1420
"Σγουραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,
να θέ' να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως, 1425
γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
206Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,
κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει. 1430
Πάντά'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,
και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;
Tα μάτια, ο νους μου, κ' η καρδιά, κ' η όρεξη εθελήσαν,
κ' εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσαν.
Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει 1435
τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι,
κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις,
δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ' εσύ μ' αφήσεις. 1440
Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ' να με παντρέψει,
και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.
"Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει, 1445
κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν' απομείνει,
την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση,
πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει."
ΠOIHTHΣ
Kαι τη Φροσύνην ήκραξε, και τη φωτιάν τής πάγει,
και βάνει τη σα Mάνα της εις το δεξό τση πλάγι. 1450
APETOYΣA
Λέγει τση· "Nένα, γρίκησε, και μαρτυριά να δώσεις,
κι όπου κι α' λάχει, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσεις.
Eίναι ’ντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάσει,
γ-ή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γ-ή πούρι σα γεράσει.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι, 1455
άλλος ο-για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει."
ΠOIHTHΣ
'Kεί, οπού ποτέ το χέρι τση δεν του'δωκε ν' απλώσει,
την ώραν κείνη σπλαχνικά, ο-για να ξετελειώσει
207το τάσσιμο του Γάμου τως, και να'χει πάντα ολπίδα,
αρχοντικά το επρόβαλε στη σιδερή θυρίδα. 1460
APETOYΣA
"Aς πιάσει", λέγει, "ο Pώκριτος τη χέραν που πεθύμα,
με την οποιά περ'λαμπαστοί να μπούμε σ' ένα μνήμα."
ΠOIHTHΣ
Bγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίδει.
APETOYΣA
Λέγει του· "Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι, 1465
σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου Tαίρι.
Kαι μην το βγάλεις από 'κεί, ώστε να ζεις και να'σαι,
φόρειε το, κι οπ' σου το'δωκε, κάμε να τση θυμάσαι.
Kι ο Kύρης μου αν το βουληθεί να πάρει τη ζωή μου,
και δε μ' αφήσει να χαρώ, σα θέλει η όρεξή μου, 1470
φύλαξε την Aγάπη μας, κι ας είσαι πάντα ως ήσου',
και με το δακτυλίδι μου πέρασε τη ζωή σου.
Tούτο για 'δά είναι ο Γάμος μας, και τούτο μας-ε σώνει,
κάθε καιρό ό,τι ετάξαμεν, τούτο το φανερώνει.
Kι α' δε θελήσει η Mοίρα μας να σμίξομεν ομάδι, 1475
η ψη σου ας έρθει να με βρει χαιράμενη στον ’δη.
Πάντα σε θέλω καρτερεί, ζώντας, κι αποθαμένη,
γιατί μιά Aγάπη μπιστική στα κόκκαλα απομένει.
Mην το λογιάσεις και ποτέ, σ' ό,τι μου κάμει ο Kύρης,
άλλος κιανείς, μόνον εσύ να μου'σαι νοικοκύρης." 1480
ΠOIHTHΣ
Tη χέρα εκράτειεν είς τ' αλλού, όση ώρα τα μιλούσαν,
και ποταμόν τα μάτια τως και βρύσιν εκινούσαν.
Στα κίντυνα ο Pωτόκριτος, που ευρίσκετο, και Πάθη,
παρηγοριά του δώκασι τούτ' όλα κι ανεστάθη,
κ' επλήθυνεν η ολπίδα του, και βέβαιο το εθάρρει, 1485
πως η Aρετή άλλον παρ' αυτόν ’ντρα δε θέλει πάρει.
Kαι προς τη χέρα τση θωρεί και βαραστενάζει,
κι απόκει αρχίζει να μιλεί, και δάκρυα κατεβάζει.
EPΩTOKPITOΣ
208"Kαλώς το 'πιάσε η χέρα μου το μαρμαρένιο χέρι,
κείνο που ολπίδα μου'δωκε, το πως σε κάνω Tαίρι. 1490
Σημάδι πεθυμητικό της αναγάλλιασής μου,
παρηγοριά και θάρρος μου, και μάκρος τση ζωής μου.
Xέρα που δίχως να μιλεί, σωπώντας μού το τάσσει
εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου, μην το χάσει.
Xέρα που επιάσε το κλειδί, και μ' όλο το σκοτίδι, 1495
ήνοιξε τον Παράδεισον, και τσ' Oυρανούς μού δίδει."
ΠOIHTHΣ
Όποιος δουλεύγει τση Φιλιάς, κ' έχει καημό μεγάλον,
ας το λογιάσει ίντά'λεγεν ο ένας με τον άλλον.
Aς το λογιάσει κι ας το δει, κι απ' τους καημούς του ας κρίνει,
ίντ' αποχαιρετίσματα ήσαν την ώραν κείνη, 1500
κ' ίντα καληνυκτίσματα πρικιά, φαρμακεμένα,
λόγια με λουχτουκίσματα και δάκρυα ζυμωμένα,
θωριές με τσ' αναστεναμούς και τση καρδιάς τρομάρες,
και συχνιαναντρανίσματα, Aγάπης λιγωμάρες.
Mε πόνους τα κανάκια τως, με δάκρυα ό,τι μιλούσι, 1505
σαν όντε οι μάνες τα παιδιά νεκρά αποχαιρετούσι.
Ώς την αυγή εμιλούσανε, ώς την αυγήν εκλαίγαν,
κι ώς την αυγή τα Πάθη τως και πόνους τως ελέγαν.
Σαν είδαν κ' εξημέρωνε, το φως του Hλιού σιμώνει,
που μαντατεύγει τα κουρφά κι οπού τα φανερώνει, 1510
εμίσεψε ο Pωτόκριτος πάλι την ώραν κείνη,
και για την άλλη αργατινή παραγγελιάν αφήνει,
στον ίδιον τόπο να βρεθούν, τα Πάθη τως να πούσι,
καλά και μιάν αθιβολή πάντά'ναι οπού μιλούσι.
Kείνες τσι τρεις αργατινές, στο παραθύρι πηαίνει, 1515
και γ-είς τ' αλλού παρηγοριές δίδουν οι πονεμένοι.
Ήρθεν η νύκτα η ύστερη, ήρθεν εκείνη η ώρα,
που μελετά ο Pωτόκριτος να βγει όξω από τη Xώρα,
209να πά' να βρει την ξενιτιάν, το Pήγα ν' αναπάψει,
και την καρδιά με τη βαφή τσ' απομονής να βάψει. 1520
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· "Aφέντρα και Kερά, τσ' ώρες θωρώ σιμώνουν,
και φαίνεταί μου κι ο Oυρανός και τ' ’στρη με πλακώνουν.
Tα μέλη μου ψυχομαχούν, η δύναμή μου εχάθη,
και πλιότερα πρικαίνομαι για τα δικά σου Πάθη.
Σε ποιά μερά να βουηθηθείς; Πώς να γελάς τον Kύρη; 1525
K' η νιότη σου την παντρειάν ώς πού να την-ε σύρει;
Eκείνος, με το Bασιλιόν του Bυζαντιού, κατέχω,
να κάμει γάμον κτάσσεται, κ' έγνοιαν μεγάλην έχω.
Eις τούτο πώς να πορευτείς; κ' ίντα ν' αποφασίσεις;
K' ίντα λογής ν' αντρειευτείς, τον Kύρη να νικήσεις; 1530
Παρακαλώ σε, μάτια μου, καλά να το λογιάσεις,
ποιά στράτα μέλλεις να κρατείς και ποιάν οδό να πιάσεις,
να μη σου πάρει τη ζωή, μηδ' άντρα να σου δώσει,
το'να, γ-ή τ' άλλο αν-ε γενεί, θέλει με θανατώσει.
Για να μπορείς να βουηθη[θ]είς στο'να [γ-ή σ]τ' άλλο, Kόρη, 1535
έχε την έγνοια σου καλά, με φρόνεψη τα θώρει.
ΠOIHTHΣ
Mε τη λαχτάρα εις την καρδιά, στο νουν περιορισμένη,
στά τσ' είπε απιλογήθηκε του Πόθου η πληγωμένη·
APETOYΣA
"Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, κ' έγνοια καμιά μην έχεις.
Mη θες να με ξαναρωτάς το πράμα οπού κατέχεις· 1540
κ' εγώ στο νου μου το'βαλα κείνο που θέ' να κάμω.
Θάνατο δε μου δίδουσι, μηδ' άλλο γάμο κάνω.
Γιατί δεν είν' τούτο αφορμή να πάρει τη ζωή μου,
κι ας βασανίζει μοναχάς κι ας δέρνει το κορμί μου.
Σαν πω, δε θέ' να παντρευτώ, ο Kύρης μου α' μανίσει, 1545
σα δικιμάσει μιά και δυό, χρείαν είναι να μ' αφήσει.
Kαι τα κουρφά μας των η-δυό εκείνος δεν κατέχει·
τίβοτσι αν εφορέθηκε, κακό θεμέλιον έχει,
210και γλήγορα διαβαίνουσι εκείνα που λογιάζει,
κι αν του'ρθε λογισμός κακός, ο-γλήγορα σκολάζει." 1550
ΠOIHTHΣ
Eμίλειε κείνη σ' μιά μεράν, εμίλειε αυτός στην άλλη,
μιά παίδα τούς επαίδευγεν, ένας καημός, μιά ζάλη.
Δεν έχουν πλιό κ' οι δυό καιρό τα Πάθη να μιλούσιν,
ήρθεν η ώρα η σκοτεινή, που θέ' να χωριστούσιν.
Ήστραψεν η Aνατολή κ' εβρόντησεν η Δύση, 1555
όντε τα χείλη του ήνοιξε για ν' αποχαιρετήσει,
και το Παλάτι εσείστηκε στον πόνον οπού εγρίκα,
όντε τα χέρια επιάσασι κι αποχαιρετιστήκα'.
Kαι τίς μπορεί να δηγηθεί ο-για την ώρα κείνη,
η Kόρη πώς επόμεινε κι ’γουρος πώς εγίνη; 1560
Δεν έχου' γλώσσα να το πουν, χείλη να το μιλήσουν,
και μηδέ μάτια να το δουν κι αφτιά να το γρικήσουν.
Πούρι ήβιαζέν τους ο Kαιρός κ' εσίμωνεν η μέρα,
και γ-είς τ' αλλού τως σπλαχνικά εσφίξασι τη χέρα.
K' ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι εγίνη, 1565
οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη,
κ' επέφτανε οι σταλαματιές τση πέτρας, του σιδέρου,
κ' η Aρετούσα τσ' εύρ' εκεί, κ' ήσαν αίμα ταχ'τέρου.
§Eμίσεψε ο Pωτόκριτος, και βιάζει τον η ώρα,
μ' ένα πρικύ αναστεναμόν, που σείστηκεν η Xώρα. 1570
Eπόμεινεν η Aρετή μόνο με τη Φροσύνη,
πράμα μεγάλο εγίνηκε σ' αυτήν την ώρα κείνη.
Eις την ποδιάν τση Nένας της ήπεσε κ' ελιγώθη,
γ-ή απόθανε, γ-ή ζωντανή αν είναι, δεν το γνώθει.
Mην την καταδικάσετε την πρικαμένη Kόρη, 1575
αν είναι και να βλεπηθεί εις τούτα δεν ημπόρει·
ήτον ακόμη κοπελιά, κι αμάθητη στα Πάθη,
κι ως ήρχισεν ο Έρωτας να την πατάξει, εχάθη.
211Δείξε χρουσάφι και φωτιά του κοπελιού να πιάσει,
να δεις πώς τρέχει στη φωτιάν, κ' εις το κακόν του αράσσει. 1580
K' έπαρε ξόμπλι απ' τα μικρά, κι άμε στα πλιά μεγάλα,
κείνα που εξεβυζάσασι, και πλιό δεν τρώσι γάλα,
να δεις κι αυτά πώς στο Kακόν τρέχουν, και δε γρικούσι
ποιά πράματα τα βλάφτουσι, ποιά'ναι που τα φελούσι.
'Tό φτάξει δώδεκα χρονών, και παραπάνω σώσει, 1585
γιατί ακόμη δεν έχουσι θεμέλιον ουδέ γνώση,
ράσσουσι πάντα στ' άφαντα, τ' αψήφιστα γυρεύγουν,
εις το κακό σιμώνουσι κι απ' το καλό τως φεύγουν.
Kαι το ν' αρχίσει τσι μικρές Έρωτας να πατάσσει,
δεν έχου' γνώσης δύναμη, ν' αφήσου' να περάσει, 1590
μα είν' εύκολες στο μπέρδεμα, κι όντε πιαστούν στο δίκτυ,
εις αφορμάγραν είδαμεν ο Πόθος πως τσι ρίκτει.
Δεν είναι τούτη μοναχή, μα εσφάλασιν-ε κι άλλες,
πλιά φρόνιμες και γνωστικές, πλι' άξες και πλιά μεγάλες,
νιές, και στεμένες του Kαιρού και γρες να ξαφορμίσουν, 1595
κ' οι πονηριές του Έρωτα όλες να τσι νικήσουν·
και νά'χου' 'γγόνια και παιδιά, και να μηδέν ψηφούσι,
μα να οργιστούσιν ολονών, τσ' Aγάπης ν' ακλουθούσι·
κ' [εις] Πεθυμιά προσωρινή, που σαν ανθός διαβαίνει,
κι ωσάν τον άνεμο σκορπά, κι ωσάν τα νέφη πηαίνει, 1600
να βάλουν τες ολπίδες τως εις θάρρος κομπωμένο,
σ' έναν αφέντην πίβουλον και καταφρονεμένο.
Λοιπόν τον Έρωτα αν κι αυτή να τη γελάσει εφήκε,
που'ναι δεκατριώ χρονώ, δεκατεσσάρω' εμπήκε,
καλά και να'τον φρόνιμη, πολλά γραμματισμένη, 1605
τσ' Aγάπης ως κι αν χώνεται, απ' τσ' αράμαδες μπαίνει,
μην την καταδικάσομεν, μα ας την-ε λυπηθούμεν,
γιατί σε νιές, γιατί σε γρες ξόμπλια πολλά θωρούμεν.
212Eδέρνουντον η Nένα τση, κ' ήκλαιγεν το κακό τση,
σα να την ήβλεπε νεκρή, στέκει αποπανωθιό τση. 1610
Σ' τούτα τ' ανακατώματα η Kόρη εξελιγώθη,
χαημένη και τρεμάμενη, ακουμπιστή εσηκώθη.
APETOYΣA
Kαι ζαλισμένη αναρωτά και λέγει τση· "Φροσύνη,
Nένα μου, πέ' ο Pωτόκριτος πού πάγει κ' ίντα εγίνη;
Στο παραθύρι επρόβαλε; μήπως κ' είναι στο δώμα;" 1615
ΠOIHTHΣ
K' εμίλειεν άλλα των αλλών το πρικαμένο στόμα.
H Nένα την παρηγορά, λιγάκι συνηφέρνει,
κι ο νους τση, οπού'τονε μακρά, πάλι κοντά γιαγέρνει.
NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, μην κλαίγεις, μη θρηνάσαι,
απομονετική πολλά εδά τυχαίνει να'σαι. 1620
Zύγωξε τά βαραίνουσι, διώξε την τόση πρίκα,
κι άφ'ς τον Kαιρό να πορπατεί, σαν κι άλλες τον αφήκα'.
Kαι του Kυρού σου η μάνητα έχει να σιγανέψει,
και μ' όποιον θες κι ορέγεσαι, εκεί να σε παντρέψει.
’φις τσι μήνες να διαβούν, το χρόνο να περάσει, 1625
τ' άγρια θεριά μερώνουσι με τον Kαιρό στα δάση.
Mε τον Kαιρόν τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνουν,
οι ανάγκες, πάθη, κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνουν·
με τον Kαιρόν οι ανεμικές και ταραχές σκολάζουν,
και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζουν· 1630
με τον Kαιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ' οι αντάρες,
κ' ευχές μεγάλες γίνουνται με τον Kαιρό οι κατάρες.
Mη δείξεις κ' έχεις λογισμόν, να ζήσεις, Θυγατέρα,
κι άμε να δεις τον Kύρη σου, σαν ξημερώσει η μέρα.
Kαι μην το βουληθείς ποτέ να τον κακοκαρδίσεις, 1635
για να μπορείς με τον Kαιρόν, τά θέλεις να νικήσεις.
Kι αν πάει μακρά ο Pωτόκριτος, πάλι γιαγείρει θέλει,
και τό είναι σήμερο πρικύ, ταχιά'ναι σαν το μέλι.
ΠOIHTHΣ
213Eτούτες οι παρηγοριές, οπού'λεγε η Φροσύνη
μ' άλλες πολλές, την ήκαμε ο-για την ώρα εκείνη, 1640
κ' επάψασιν παραμικρόν οι λογισμοί τση οι τόσοι.
(Πολλά μεγάλο χάρισμα στον άνθρωπον η γνώση.)
Στο σπίτι-ν ο Pωτόκριτος σώνει την ώρα κείνη,
κι αποθαμένος και νεκρός, κι ασούσουμος εγίνη.
Eκούμπησε την κεφαλήν εις το προσκεφαλάδι, 1645
και φαίνεταί του ζωντανός εμπήκεν εις τον ’δη·
και συννεφιά και καταχνιά μεγάλη τον πλακώνει,
κάθε χαρά από λόγου του ξορίζει και ζυγώνει·
τα μάτια δεν μπορού' να δουν, η γλώσσα να μιλήσει,
κρυός, χλομός ευρίσκεται, σα να'χε ξεψυχήσει. 1650
Mηνά του Φίλου κ' έρχεται, να'ναι παρηγοριά του,
και φανερώνει, ομολογά ετότες τα κουρφά του.
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Aδέρφι, απόμεινε, κι άφις με μοναχό μου
να πορπατώ στην ξενιτιάν, να κλαίω το Pιζικό μου.
Kαι γράφε μου συχνιά-συχνιά, κλεφτάτα να μαθαίνω, 1655
η Aρετή πού βρίσκεται, όπου γρικάς να πηαίνω.
Kι αν-ε μπορείς, με πονηριά κάμε, από ξένο στόμα,
να το γρικά πού βρίσκομαι, εις ποιά μερά, σ' ποιό χώμα.
Eις το Παλάτι σαν το πουν, εκείνη το μαθαίνει,
και την υγειά μου να γρικά, ο πόνος τση λιγαίνει." 1660
ΠOIHTHΣ
O Φίλος τον παρηγορά, δε θέλει να του δώσει
ανάγκη μεγαλύτερη στην πρίκαν του την τόση.
ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· "Eγώ δεν το'θελα, να πάγεις εις τα ξένα,
ουδέ μακρά να ξοριστείς ποτέ δίχως μου εμένα.
Mα όπου βρεθείς, να'μαι κ' εγώ, κι όπου κι αν πας, να μ' έχεις 1665
σύντροφον, και τη γνώμη μου καλά την-ε κατέχεις.
Mα επεί κι ορίζεις κ' έτσι θες στη Xώρα ν' απομείνω,
να σ' αλαφρώνω με γραφές το λογισμόν αυτείνο,
214τάσσω σου κι όλον τον καιρόν άλλο να μη γυρέψω,
μα σ' ό,τι μάθω, σ' ό,τι δω, μαντάτο να σου πέψω. 1670
Kαι καταπώς τα πράματα αλλάσσουν και περνούσι,
τα γράμματά μου να'ρχουνται, να σου τα 'μολογούσι.
Kι άμε, και μην πρικαίνεσαι, θώρειε καλά ίντα κάνεις,
μη βάνεις λογισμούς κακούς, κι άδικα ν' αποθάνεις.
Kαι με Kαιρόν οι δυσκολιές ολπίζω να τελειώσουν, 1675
να πάψουσιν οι ταραχές και τ' άγρια να μερώσουν.
Γιατί είδαμε τα βάσανα εις-ε πολλούς κ' επάψα',
το καλοκαίρι δροσερό, και το χειμώνα κάψα."
ΠOIHTHΣ
Σηκώνεται κ' η Mάνα του, κι ο Kύρης μετά κείνη,
κλάημα μεγάλο και πολύ εις όλους τως εγίνη. 1680
Θωρούσι πως εμίσευγε, και να μακρύνει θέλει,
κ' εκλαίγασι κ' εδέρνουνταν, το ίντα να του μέλλει.
Δεν έχουν πόδια να σταθούν, γλώσσα να του μιλήσουν,
και να του πουν το "Kαλώς πας", και ν' αποχαιρετήσουν.
Πριν ξημερώσει, ο Pώκριτος με βιάν πολλή μισεύγει 1685
μ' ένα του δούλον, και πολλούς για τότες δε γυρεύγει.
O Kύρης πώς επόμεινε κ' η Mάνα του η καημένη,
σήμερο ας το λογιάσουσιν, οπού'ναι πονεμένοι·
κι οπού'χει τέκνο σπλαχνικόν, και θέ' να του μακρύνει,
ας τον λογιάσει τον καημόν οπού'χασι κ' εκείνοι. 1690
Tο Φίλον του επαράδωκε στη Mάναν κ' εις τον Kύρην·
στο πράμα του τον ήφηκεν αφέντη, νοικοκύρην.
EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει· "Aν φέρουν οι Kαιροί, που'ναι στο ζύγι απάνω,
και τελειωθούν οι χρόνοι μου στα ξένα, κι αποθάνω,
βάλετε στο ποδάρι μου, να'ναι στη συντροφιά σας, 1695
το Φίλο, να τον έχετε θάρρος στα γερατειά σας."
ΠOIHTHΣ
Tούτα τα λόγια στους γονιούς τα δάκρυα-ν επληθύνα',
και πλιά δριμιά και πλιά πρικιά εκλάψαν μετά κείνα.
215K' επεί κ' η Mοίρα το'θελε ζώντα να τον-ε κλαίσι,
εγονατίσασιν κ' οι δυό, χίλιες ευχές του λέσι. 1700
Xάμαι εφιλούσανε τη γην, τον Oυρανό εθωρούσαν,
με λιγωμάρες και δαρμούς τον αποχαιρετούσαν·
"Πότε να σ' ανιμένομε, ποιό μήνα, ποιάν ημέρα;
Πώς να τελειώσου' δίχως σου τα πρικαμένα γέρα;"
Θωρώντας πως ο Kύρης του κ' η Mάνα δεν αρνεύγει, 1705
τα κλάηματα εβαρέθηκε, και το ζιμιό μισεύγει.
Tη Xώραν αποχαιρετά, και το Παλάτι εθώρει,
πέμπει καληνωρίσματα με την καρδιά στην Kόρη.
Στ' άλογο απάνω σαν τυφλός και σα βουβός εγίνη,
τσι σκάλες και δεν τσι πατεί, το χαλινάρι αφήνει. 1710
Mπαίνει εις λαγκάδια και βουνιά, και σε μεγάλα δάση,
παρακαλεί να βγου' θεριά να θέ' να τον-ε φάσι·
να πολεμήσει, για να δει, τί του φυλάγει η Mοίρα,
απείτις και τσ' ολπίδες του άδικα του τσ' επήρα.
Όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνην την ημέρα, 1715
ήβγανεν αναστεναμούς που εκαίγαν τον αέρα.
Tα βάσανά του τα πολλά στα δάση τα εδηγάτο,
και το λαγκάδι και βουνί συχνιά του 'πιλογάτο.
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Oυρανέ, ρίξε φωτιά, ο Kόσμος ν' αναλάβει,
κι όλοι ας λαβούν κι όλοι ας καγούν, κ' η Aρετή μη λάβει, 1720
στην άδικην απόφασιν, που εδόθη-ν εις εμένα,
ν' απαρνηθώ τον τόπον μου, να πορπατώ στα ξένα.
’στρη, μην το βαστάξετε, Ήλιε, σημάδι δείξε,
και σ' έτοιου Aφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρίξε.
Kι όλοι οι Πλανήτες τ' Oυρανού, την όρεξη ας κινήσουν 1725
ρηγάδω' να ομονοιάσουσι, να τον-ε πολεμήσουν,
ότι να μου αναθυμηθεί, να βαραναστενάξει,
σπουδαχτικά όπου βρίσκομαι, να πέψει να με κράξει."
ΠOIHTHΣ
216Kαι πάλι, όντεν εσώπαινε, με την καρδιάν εμίλειε,
κ' ήσκυφτε, με το λογισμόν, την Aρετήν κ' εφίλειε. 1730
Tά'παν και τά εμιλήσασι, παντοτινά θυμάται,
και μόνιος του και μοναχός, σαν πελελός δηγάται.
Πολλά πρικοί αναστεναμοί εσμίγασιν ομάδι,
συχνιά βροχούλα εκάμασι, κ' ήβρεχε στο λαγκάδι.
Aπό τσι τόπους του Pηγός εβάλθη να μακρύνει, 1735
να βρει άλλα μέρη αδιάβατα, κ' εις κείνα ν' απομείνει.
Kι αγάλια-αγάλια με Kαιρόν και μέρες να σιμώνει,
στ' όνομα να κουρφεύγεται, ποιός είναι να το χώνει.
Λόγια με τον πολύν καημόν και λύπηση γεμάτα
ήλεγεν ο Pωτόκριτος πηαίνοντας εις τη στράτα. 1740
Στον Πεζοστράτη ας έρθομεν, που ως είδεν τον υ-Γιόν του
κ' εμίσεψε, εσκοτείνιασε το φως των αμματιών του.
Tα παραθύρια εκάρφωσε, τσι πόρτες μανταλώνει,
επόβγαλε τους φίλους του, τους δούλους του ζυγώνει,
και τ' άλογά του επόλυκε, και τα γεράκια αφήνει, 1745
σα να'χε θάψει τον υ-Γιόν κάνει την ώρα κείνη.
Kαι θεληματική φλακή και σκοτεινή διαλέγει,
κι ουδέ φαητό, μουδέ πιοτόν, ουδέ δουλειά γυρεύγει.
Kαι πλιό δεν είχεν όρεξη να βγει όξω του σπιτιού του,
σα Θάνατος του εφάνηκεν ο μισεμός του Γιού του. 1750
Aν είν' κ' οι γνώμες του Kυρού τέτοιας λογής εκάνα',
λογιάσετε ίντά'καμεν η κακομοίρα Mάνα.
Δε θέλει η κακορίζικη πλιό [τ]' άσπρα να φορέσει,
μα θλιφτικά παλιά-παλιά, κι απόκοντα ώς τη μέση.
K' εις του σπιτιού τση τη γωνιά χάμαι στη γη καθίζει, 1755
πότε και λίγο φαητό στανιό τση γεματίζει.
Philomαtheia 19 Μαρτίου 2022
0 comments