Γραμματικά γένη και σεξισμός: γλωσσολογία, ιστορία, φεμινισμός

Μεγάλη ανησυχία έχει παρατηρηθεί εδώ και αρκετά χρόνια για την «ανισότητα» που προάγει η χρήση του αρσενικού γένους όταν το υποκείμενο αναφοράς είναι γυναίκα (η γιατρός, η βουλευτής κ.ο.κ.) με ανθρώπους να υποστηρίζουν αφενός ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, καθώς οι ιδιότητες αυτές είναι καθαρά ανδρικές, και αφετέρου, στο άλλο άκρο, ότι θα έπρεπε να καταργηθούν πλήρως τα γραμματικά γένη εν όψει της ισότητας των δύο φύλων με τον μη χαρακτηρισμό της ιδιότητας ως «ανδρικό» ή «γυναικείο»Ας δούμε λοιπόν, αρχικά, την διάκριση των γενών της ελληνικής από γλωσσολογική σκοπιά

Από τον δημιουργό PDPics στο Pixabay

Το γραμματικό γένος (grammatical gender) είναι μια γραμματική πληροφορία που δηλώνει αν η αναφερόμενη οντότητα είναι αρσενική, θηλυκή ή ουδέτερη αλλά δεν συμφωνεί πάντα με το φυσικό γένος (natural gender). Για παράδειγμα, η καρέκλα και το τραπέζι είναι δύο άψυχες οντότητες, ούτε αρσενικές ούτε θηλυκές, όμως η καρέκλα έχει το θηλυκό γραμματικό γένος, αντί του ουδετέρου που έχει το τραπέζι (ουδέτερο = ουδέ έτερο = κανένα από τα δύο, ούτε αρσενικό, ούτε θηλυκό).

Το αρσενικό γένος είναι το αμαρκάριστο/πρωτοτυπικό γένος της νέας ελληνικής. Η έννοια του αμαρκάριστου/πρωτοτυπικού ορίστηκε από τον Greenberg το 1966 [1]. Αναφέρεται στη χρήση του αρσενικού γένους - εν προκειμένω - για τις περιπτώσεις που αναφερόμαστε γενικά σε ένα πλήθος οντοτήτων, που είτε δεν ξέρουμε είτε δεν χρειάζεται να δώσουμε πληροφορίες σχετικά με το φύλο των αναφερόμενων υποκειμένων. Για παράδειγμα, η φράση «όλοι οι φοιτητές μπήκαν στην αίθουσα» αναφέρεται σε φοιτητές αρσενικού γραμματικού γένους, ακόμα κι αν στο πλήθος των φοιτητών βρίσκονται και φοιτήτριες. Το φαινόμενο αυτό είναι τόσο έντονο ώστε μπορεί να χρησιμοποιηθεί το αρσενικό γένος ακόμα κι αν το ακροατήριο αποτελείται εξ ολοκλήρου από γυναίκες! (π.χ. «το καταλάβατε όλοι;»).

Το αμαρκάριστο γένος είναι το αρσενικό στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Υπάρχουν ωστόσο και λίγες γλώσσες στις οποίες το αμαρκάριστο γένος είναι το θηλυκό [2]. Κάποια ερωτήματα που προκύπτουν είναι: Θα έπρεπε όντως να ανησυχούμε για την χρήση του αρσενικού γένους όταν αναφερόμαστε σε γυναίκες; Μειώνεται η γυναικεία υπόσταση; Στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, γίνεται λόγος για ανισότητα μέσω του γραμματικού γένους;

Η κοινωνική δικαιοσύνη και η Ρόζα η γκρινιάρα - apopseis.gr
arkas.gr / ‘take care of your she-self’
Στα ελληνικά, ο όρος ‘ο εαυτός μου’ (my self) είναι σε αρσενικό γένος, ενώ μπορεί να αναφέρεται σε γυναίκα. Αν αλλάξουμε το γραμματικό γένος από αρσενικό σε θηλυκό θα μετατραπεί σε ‘η εαυτή μου’ (my ‘she-self’)

Από ιστορικής σκοπιάς, το γιατί το αρσενικό είναι το αμαρκάριστο γένος στη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου είναι κάτι περισσότερο από φανερό: αφού όλες οι πτυχές της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής της ανθρωπότητας αποτελούνταν από άνδρες στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ύπαρξης των ανθρώπινων κοινωνιών όπως τις ξέρουμε σήμερα, είναι λογικό να μην υπάρχει η ανάγκη δήλωσης και του θηλυκού γένους. Τα ακροατήρια και κάθε σύνολο ανθρώπων είχαν στην συντριπτική πλειοψηφία τους αρσενικά μέλη. Η γλώσσα ικανοποιεί τις ανάγκες της κοινωνίας, και εφόσον οι περισσότερες κοινωνίες για το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας τους αναφέρονταν σχεδόν αποκλειστικά σε άνδρες, ανδρικό θα ήταν και το πλειοψηφικό γένος. 

Το σημείο καμπής έρχεται με την άνοδο του φεμινιστικού κινήματος, κατά το οποίο επανέξετάστηκε πλήθος τομέων της ανθρώπινης ζωής, δεν θα μπορούσε λοιπόν η γλώσσα να μην τεθεί επί τάπητος. Το επιχείρημα στην πιο απλοϊκή και λαϊκή μορφή του, είναι «αφού είμαι γυναίκα και ασκώ το επάγγελμα του ιατρού, δεν υπάρχει λόγος να χαρακτηρίζομαι με το αρσενικό γένος». Σίγουρα δε, η ιδέα του ότι υπάρχουν ανδρικά και γυναικεία επαγγέλματα έχει πλέον πλήρως αποδομηθεί, με εξαίρεση ίσως εργασίες που αφορούν συγκεκριμένες ιδιότητες που το ένα φύλο υπερέχει σε σχέση με το άλλο (η ισότητα των δύο φύλων δεν σημαίνει εξίσωση, τα δυο φύλα δεν είναι ίδια, έχουν ουσιαστικές διαφορές, οι οποίες όμως δεν τους χαρακτηρίζουν με σχέσεις ανωτερότητας και κατωτερότητας).

Ένα σημείο λοιπόν στο οποίο γίνεται πολύ φανερή αυτή η διάκριση, είναι τα επαγγέλματα «ανδρικής ιδιότητας». Γίνεται δηλαδή λόγος για κατάχρηση μιας ανδρικής ικανότητας από γυναίκες, η οποία, αν και επιτρέπεται - δυστυχώς για κάποιους -, απαγορεύεται να πάψει να δηλώνεται μέσω της γλώσσας. Κοινώς, δεν πρέπει η βουλευτής να γίνει η βουλευτίνα, ούτε η γιατρός γιάτρισσα/γιατρέσσα ούτε η δικηγόρος δικηγορίνα γιατί είναι «ανδρικά επαγγέματα». Αυτό φαίνεται και από τον περιπαικτικό τόνο που συνοδεύει τα επιθήματα -ίνα, -εσσα κ.ο.κ., ο οποίος ενισχύεται με τη χρήση τους σε επαγγέλματα κύρους.

Για όλα αυτά, αλλά και για να παταγεί η πραγματική ανισότητα που αποπνέεται  άσχετα από την γλώσσα, έχουν γίνει προσπάθειες από πλήθος επιστημόνων να μειωθεί αυτή η διάκριση, τουλάχιστον στον γραπτό λόγο. Πολλοί καθηγητές σε επίσημες ανακοινώσεις τους χρησιμοποιούν το σύμβολο @  στα σημεία δήλωσης γραμματικού γένους στις λέξεις, για να συμπεριλαμβάνουν τόσο το αρσενικό, όσο και το θηλυκό γένος.

Γράφουν δηλαδή «αγαπητ@ φοιτητ@ς» δηλαδή «αγαπητοί φοιτητές και φοιτήτριες», «όλ@ @ φοιτητ@ς και καθηγητ@ς...» δηλαδή «όλοι οι φοιτητές/φοιτήτριες και καθηγητές/καθηγήτριες». Αυτό γίνεται προς αποφυγή χρήσης διπλού τύπου (που είναι χρονοβόρος και κατά πολλούς αντιαισθητικός). Με αφορμή αυτή τη ρηξικέλευθη επιλογή, κάποιοι κάνουν  λόγο για σταδιακή συνένωση των δύο γραμματικών γενών, ή για πλήρη κατάργηση των γενών. Το ερώτημα που τίθεται είναι: Είναι αυτό κάτι απαραίτητο; Και αν συμβεί εξελικτικά, είναι ευκταίο ή όχι;

Οτιδήποτε σχετίζεται με τη φυσική εξέλιξη μιας γλώσσας είναι όχι μόνο ευκταίο, αλλά και αναπόφευκτο. Οι γλώσσες αλλάζουν αρχής γενομένης της ύπαρξης τους και αλλάζουν για πάντα, είτε μεταβούν στο τελευταίο τους στάδιο (γλωσσικός θάνατος) είτε μετουσιωθούν μέσω της γλωσσικής εξέλιξης σε κάποια άλλη γλώσσα, σε κάποιον γλωσσικό απόγονο. Σε κάθε περίπτωση, αν οποιοδήποτε χαρακτηριστικό μιας γλώσσας αλλάξει, αλλάζει γιατί οι ομιλητές το αλλάζουν από μόνοι τους. Και αφού οι ομιλητές το αλλάζουν με τη χρήση τους, η αλλαγή αυτή είναι αναγκαία. Επομένως, αν τα γένη σταδιακά συνενωθούν (υπάρξει δηλαδή ένα μόνο γένος για το αρσενικό και το θηλυκό και ένα για το ουδέτερο, ή ένα γένος και για τα τρία γένη) είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να τίθεται υπό σχολιασμό και αμφισβήτηση. Αν αυτό επιτάσσει το γλωσσικό ένστικτο, αυτό θα συμβεί. 

Θα έλεγε κανείς όμως ότι είναι άλλο να συμβεί φυσικά, και άλλο να συμβεί επιβαλλόμενα. Ότι είναι διαφορετικό το να γίνεται ασυνείδητη και πηγαία επιλογή των ομιλητών, η οποία θα εξαπλωθεί σε όλο και περισσότερους ομιλητές και εν τέλει  θα υιοθετηθεί από τον ευρύτερο κοινωνιογλωσσικό ιστό, και διαφορετικό το να προσπαθούμε να ελέγξουμε, διορθώσουμε, ρυθμίσουμε την γλώσσα κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο. Με την έννοια ότι, αν πράξουμε έτσι, πόσο θα διαφέρουμε από τους γλωσσικούς ρυθμιστές του πρόσφατου παρελθόντος της ελληνικής γλώσσας; Η επιβολή ως πρακτική δεν μπορεί να είναι θεμιτή. Αν η καθαρεύουσα ήταν πραγματική ανάγκη των ομιλητών, δεν θα επιζούσε η δημοτική. Κατά τον ίδιο τρόπο, ό,τι κι αν επιβληθεί γλωσσικά δεν θα  επιβιώσει αν δεν γίνει πραγματική ανάγκη της κοινωνιογλωσσικής κοινότητας. 

Μήπως όμως, σε αυτή τη περίπτωση, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Μήπως δηλαδή, με την σταδιακά αυξανόμενη και συνειδητή χρήση συμπεριληπτικής γλώσσας, οι άνθρωποι τελικά αποκτήσουν συνείδηση της λογικής αναγκαιότητάς της, και καταλήξει τελικά να γίνει πράγματι ανάγκη της κοινωνιογλωσσικής κοινότητας;

Αυτές οι αλλαγές στη συλλογική συνείδηση πραγματοποιούνται αυτή τη στιγμή, και είναι δύσκολο να δώσουμε μια καθολική απάντηση για τα κοινωνικά τους αποτελέσματα (για τα αποτελέσματα αυτά, άλλωστε, αναμένουμε να ενημερωθούμε από τα μελλοντικά πορίσματα των τομέων της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας -κοινωνιογλωσσολογίας, ανάλυσης λόγου κ.ο.κ.). Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρατηρούμε τις ενδείξεις αυτής της αλλαγής που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, και να αναθεωρήσουμε σχετικά με τη σημαντικότητά τους στην πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή των γραμματικών γενών δεν θα επιλύσει όλα τα κοινωνικά ζητήματα που μαστίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Ωστόσο, φαίνεται ότι είναι σε θέση να επηρεάσουν τις σχέσεις ισότητας-ανισότητας με μια προσέγγιση «από κάτω προς τα πάνω» (bottom up), και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να την αποδεχόμαστε, να την παρατηρούμε, και να κάνουμε και οι ίδιοι και οι ίδιες τις γλωσσικές επιλογές που ταιριάζουν στις πεποιθήσεις μας.

Άλλωστε, από φεμινστικής σκοπιάς, δεν υπάρχει τίποτα πιο υποστηρικτικό της γυναικείας υπόστασης από την δήλωση της «ανδρικής ιδιότητας» μέσω ενός τίτλου. Και αυτό γιατί με μία μόνο λέξη, με μία μόνο γραμματική πληροφορία γίνεται υπενθύμιση ολόκληρης της ιστορίας του γυναικείου φύλου, και πώς αυτό έφτασε από την ιδιοκτησία της αρχαίας ελλάδας και την θανάτωση του μεσαίωνα, στην απόκτηση υποτιθέμενων ανδρικών επαγγελμάτων σήμερα. Το ότι τα δικαιώματα της γυναίκας δεν ήταν δεδομένα αλλά χρειάστηκε αγώνας για την αναγνώρισή τους, είναι κάτι που πρέπει όχι μόνο να θυμόμαστε, αλλά και να επικροτούμε με κάθε ευκαιρία. Ο δρόμος δεν ήταν εύκολος, και οφείλουμε να το (ανα)γνωρίζουμε. 

[1] Greenberg, J. H. (Ed.). (1966) Universals of language (2nd ed.). M.I.T. Press.

[2] Alpher, B (1987) Feminine as the unmarked grammatical gender: Buffallo girls are no fools. Australian Journal of Linguistics 7(2): 169-187.

Philomαtheia 01 Αυγούστου 2021

0 comments

weekly inspo