Το παρακάτω χωρίο προέρχεται από το έπος Μεταμορφώσεις του
Ρωμαίου ποιητή Οβιδίου και αφηγείται την ιστορία του Απόλλωνα και της Δάφνης.
Κατά πόσο δικαιολογεί το απόσπασμα αυτό την κρίση του Θ.
Παπαγγελή ότι η ποίηση του Οβιδίου είναι ένας ‘συνδυασμός χαριτωμένης
ειρωνείας, άνετου «καλαμπουριού», τρυφερότητας και πάθους’;
«Στάσου» ικέτευε ο Απόλλωνας. Εκείνη το έβαλε στα πόδια,
άφηκε πίσω τον θεό - και του θεού ανώφελα τα λόγια.
Ξοπίσω εκείνος έτρεξε. «Δάφνη, σταμάτα, σ᾽ αγαπώ - κι
εξάλλου
δεν είμαι ο οποιοσδήποτε: είμαι ο γιος του Δία του μεγάλου.
Είμαι προφήτης, ξέρω τα μελλούμενα, ξέρω τα περασμένα·
υπόψιν είμαι και γιατρός - κι ας μην μπορώ να γιατρευτώ από
σένα.»
Του κάκου· δεν τον άκουγε. Σαν άνεμος ξεχύθηκε στα όρη,
ανέμιζαν στις αύρες τα μαλλιά και φάνταζε πιο όμορφη η κόρη.
Όπως στηρίζει ο Θ. Παπαγγελής, η συμπλοκή αυτή πραγματοποιείται με τρόπο ανάλαφρο, καθώς συνδέει το χιούμορ με την λεπτή ειρωνεία (δεν είμαι ο οποιοσδήποτε: είμαι ο γιος του Δία του μεγάλου) και την αντίθεση υπέρογκης και ελλιπούς αυτοπεποίθησης (είμαι προφήτης ... από σένα και "στάσου" ικέτευε ο Απόλλωνας), με το αναμφισβήτητο ερωτικό πάθος (Δάφνη, σταμάτα, σ'αγαπώ, [...] κι ας μην μπορώ να γιατρευτώ από σένα).
Τα χαρακτηριστικά
αυτά της ποίησης του Οβιδίου, αν και θα ξένιζαν ως σύγχρονα αναγνώσματα, είναι
πλαισιωμένα σε μια εποχή που ο έρωτας a priori εμπεριείχε το
στοιχείο του παιχνιδιού, του πειράγματος και του πειραματισμού. Ο έρωτας δεν
συνδεόταν με την ανάγκη και την τύφλωση, αλλά με την χαρά και το παιχνίδι (λ.χ.
η εικόνα που έχουμε για τους μικρούς θεούς έρωτες στην αρχαιοελληνική μυθική
παράδοση). Όσο παθιασμένος κι αν ήταν ο Απόλλωνας για την Δάφνη, δεν θα
παρουσιαζόταν εξαντλημένος και απογοητευμένος από την απόρριψη, αλλά υπερόπτης
και αλαζόνας, τόσο όσο αρμόζει σε έναν θεό του Ολύμπου.
0 comments