Μορφολογία: Ρήμα ‘κλειδώνω’
+ Παραγωγικό Επίθημα ‘στρ’ + Κλιτικό Επίθημα ‘ο’ [κλείδ-ω-στρ-ο] Κατ’ αναλογίαν
με άλλους σχηματισμούς (λ.χ. κλείστρο).
Σημασιολογία: «κάθε
χειροπιαστή, μη ψηφιακή συσκευή που χρησιμεύει στο κλείδωμα ενός μηχανικού ή
άλλου συστήματος». Τέτοιες συσκευές μπορεί να είναι από τις κλειδαριές και τους
σύρτες των πορτών, και τους μοχλούς «άνω-κάτω / open-close στα συρόμενα παράθυρα αλουμινίου, μέχρι τα λουκέτα, τις ασφάλειες των
ποδηλάτων κ.ο.κ.
Πιθανή Προέλευση: Μέχρι πρόσφατα,
για την σημασία της συγκεκριμένης λέξης υπήρχε η λέξη ‘κλείστρο’. Όταν αυτή
άρχισε να μεταβάλλει τη σημασία της (εξάρτημα στα όπλα / φωτογραφικές μηχανές)
η λέξη με την οποία περιγράφουμε τις συσκευές που χρησιμεύουν στο κλείδωμα,
χάθηκε. Όμως επειδή η ανάγκη ύπαρξης μιας λέξης με τέτοιο νόημα εξακολουθεί να
υπάρχει, δημιουργήθηκε μια καινούρια λέξη με ακόμα πιο συγκεκριμένο
περιεχόμενο, η λέξη ‘κλείδωστρο’.
Philomαtheia 06 Φεβρουαρίου 2021
0 comments