Οι Έλληνες της Βουλγαρίας (βουλγαρικά: гърци, Gǎrci) αποτελούν την τέταρτη μεγαλύτερη εθνική μειονότητα στη Βουλγαρία. Ο πληθυσμός τους ανέρχεται στα 3.935 άτομα σύμφωνα με την απογραφή του 2011, συμπεριλαμβανομένων των Σαρακατσάνων, των οποίων η βουλγαρική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει την ελληνική καταγωγή, απογράφοντάς τους ξεχωριστά. Υπολογίζονται σε περίπου 25.000 από ελληνικές οργανώσεις και περίπου 28.500 από το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Οι τελευταίοι αριθμοί περιλαμβάνουν την κοινότητα των Σαρακατσάνων, τους απογόνους των Ελλήνων μεταναστών και άλλων Ελλήνων πολιτών που ζουν στη Βουλγαρία ως φοιτητές, επιχειρηματίες και άλλα. Σήμερα οι Έλληνες ζουν κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Σόφια και η Φιλιππούπολη, στην παράκτια ζώνη σε πόλεις όπως η Βάρνα, ο Πύργος και η Σωζόπολη αλλά και σε συμπαγείς αριθμούς στο Σλίβεν και το Κότελ.
Ιστορία
Ιστορικά, η παρουσία Ελληνικού πληθυσμού στη σημερινή Βουλγαρία χρονολογείται στον 7ο αιώνα π.Χ., όταν οι Μιλήσιοι και οι Δωριείς ίδρυσαν Ελληνικές αποικίες στη βουλγαρική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, συχνά στην περιοχή των παλαιότερων Θρακικών οικισμών. Οι θαλάσσιες πόλεις όπως η Μεσημβρία (σημερινή Νεσέμπαρ), η Απολλωνία (σημερινή Σωζόπολη), η Αγχίαλος (σημερινή Πομόριε) και ο Οδησσός (σημερινή Βάρνα) έλεγχαν τις εμπορικές οδούς στο δυτικό τμήμα της Μαύρης Θάλασσας και συχνά διεξήγαν πολέμους μεταξύ τους.
Πριν από τις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρχε μια μικρή Ελληνική κοινότητα στη νοτιοανατολική Βουλγαρία, που ζούσε σε μεγάλο βαθμό μεταξύ της Βάρνας στα βόρεια, του Τοπόλοφγκραντ στα δυτικά και της Μαύρης Θάλασσας στα ανατολικά, με έναν διασκορπισμένο αγροτικό πληθυσμό στις εσωτερικές περιοχές του Στράντζα και τα βουνά Σακάρ.[1] Σύμφωνα με εθνογραφικούς χάρτες υπήρχαν περίπου 10 αποκλειστικά Ελληνόφωνα χωριά στην Βουλγαρία αλλά όχι Ελληνικής καταγωγής όπως μας λένε οι Βούλγαροι εθνογράφοι (δείτε: Γραικομάνοι). Ελληνικές κοινότητες υπήρχαν επίσης στην Φιλιππούπολη, στην Σόφια, στο Ασένοβγκραντ, στο Χάσκοβο αλλά ακόμη και στο Ρούσε. Το 1900, ο Ελληνικός πληθυσμός της Βουλγαρίας ανερχόταν στους 33.650 κατοίκους ή σε 70.887 κατοίκους (Bulgaria, R. J. Crampton, 2007, p.424).
Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Βουλγαρίας όπως επέβαλε η συνθήκη του Νεϊγύ, μεγάλο ποσοστό του Ελληνόφωνου πληθυσμού της Βουλγαρίας αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Ελλάδα και αντικαταστάθηκε από Βούλγαρους της δυτικής Θράκης και Μακεδονίας. Μεταξύ των εξαιρέσεων υπήρξαν μερική Σαρακατσάνοι, που εκτιμήθηκαν σε 4.107 άτομα το 2006. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, υπάρχουν μερικά Ελληνόφωνα χωριά στην Βουλγαρία μέχρι και σήμερα, αλλά πολλοί Σλάβοι εθνογράφοι υποστηρίζουν ότι είναι Βουλγαρικής καταγωγής και για αυτό δεν υπολογίζονται στις επίσημες απογραφές.
Αφού ξέσπασε η ελληνική κρίση χρέους πολλές ελληνικές επιχειρήσεις έχουν μετακινηθεί μόνιμα στη Βουλγαρία λόγω των ευνοϊκών φορολογικών συνθηκών που επικρατούν εκεί. Επίσης λόγω του χαμηλότερου κόστους διαβίωσης ένας αριθμός Ελλήνων συνταξιούχων έχει μετακομίσει μόνιμα στη Βουλγαρία.
Ελληνικές σπουδές στη Βουλγαρία
Στο Πανεπιστήμιο Σόφιας «Άγιος Κλήμης Αχρίδας» λειτουργεί τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας, υπαγόμενο στη σχολή Κλασσικών και Νέων Φιλολογιών. Περαιτέρω, η διδασκαλία της νέας και της αρχαίας ελληνικής αποτελεί υποχρεωτικό μέρος του προγράμματος του τμήματος Βαλκανικών Σπουδών.
Στο ιδιωτικό Νέο Βουλγαρικό Πανεπιστήμιο Σόφιας, η διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας καθιερώθηκε ήδη από το 1994. Το ακαδημαϊκό έτος 2018-2019 διαμορφώθηκε νέο προπτυχιακό πρόγραμμα με θεματική «Ελληνική Γλώσσα και Πολιτισμός». Παράλληλα με την νέα ελληνική διδάσκεται και η αρχαία ελληνική γλώσσα.
Στη Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Φιλιππούπολης «Παΐσιος Χιλανδαρινός», η διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας εντάσσεται ως ξένη γλώσσα στο πρόγραμμα προπτυχιακών σπουδών (Bachelor) «Βουλγαρική και Νεοελληνική γλώσσα», καθώς και στο πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών (Master) «Βαλκανολογίας».
Στο Πανεπιστήμιο του Βέλικο Τύρνοβο «Αγ. Κύριλλος και Μεθόδιος», η νέα ελληνική διδάσκεται από το 1991. Από το ακαδημαϊκό έτος 2018-2019, η ελληνική διδάσκεται σε προπτυχιακό επίπεδο στις ειδικότητες των «Βαλκανικών σπουδών» και της «Εφαρμοσμένης γλωσσολογίας» και σε μεταπτυχιακό επίπεδο στην ειδικότητα «Μεταφρασεολογία με σλαβική και βαλκανική γλώσσα» (με επιλογή την ελληνική). Η νέα ελληνική διδάσκεται, επίσης, ως μάθημα επιλογής σε διάφορες σχολές και τμήματα του πανεπιστημίου. Στο ίδιο Πανεπιστήμιο στεγάζεται, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Δημητρίου Ρούμπου, το «Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού», το οποίο εγκαινιάστηκε το Μάρτιο 2006.
Στο South-West University “Neofit Rilski” του Μπλαγκόεβγκραντ, η ελληνική διδάσκεται ως δεύτερη γλώσσα στο προπτυχιακό πρόγραμμα Εφαρμοσμένης γλωσσολογίας, αλλά και στο παιδαγωγικό τμήμα της βουλγαρικής γλώσσας, που συμπεριλαμβάνει εκμάθηση της ελληνικής.
Ελληνοβουλγαρικοί σύλλογοι και φορείς
Περαιτέρω, στον τομέα των μορφωτικών σχέσεων και του πολιτισμού, στη Βουλγαρία δραστηριοποιείται ο Μορφωτικός Σύλλογος Σόφιας «Οδυσσέας Ελύτης», ο οποίος έχει την ευθύνη λειτουργίας των «Τμημάτων Μητρικής Γλώσσας και Πολιτισμού» (ΤΕΓ) της παροικίας. Τα μαθήματα διεξάγονται τις απογευματινές ώρες. Αξιοσημείωτη είναι και η δράση του Ελληνο-Βουλγαρικού Συνδέσμου «Αριστοτέλης – Γέφυρα Πολιτισμού», με πλήθος πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, στη Στάρα Ζαγκόρα λειτουργεί ο Σύλλογος «Ρήγας Φεραίος», οποίος έχει την ευθύνη λειτουργίας ΤΕΓ. Στη Βουλγαρία υφίσταται, επίσης, βουλγαρικό τμήμα της «Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη».
Σημαντική γέφυρα που ενώνει και ενισχύει τους δεσμούς ανάμεσα στις δύο χώρες αποτελούν οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας, οι οποίοι εντοπίζονται κυρίως στην κεντρική Βουλγαρία (περιοχές Σλίβεν και Σαμόκοβ). Από το 1990, λειτουργεί η Ομοσπονδία Πολιτιστικών και Εκπαιδευτικών Συλλόγων Σαρακατσάνων Βουλγαρίας, με έδρα το Σλίβεν, η οποία συνενώνει εννέα περιφερειακές οργανώσεις (Σλίβεν, Κάρλοβο, Ρετσίτσα, Κάζανλακ, Κάρνομπατ, Μαγκλίζ, Μοντάνα, Μπερκόβιτσα, Γκόρνο Σαχράνε). Σημαντικότερη εκδήλωση του σαρακατσάνικου στοιχείου αποτελεί το ετήσιο αντάμωμα που πραγματοποιείται περί τα τέλη Αυγούστου στην τοποθεσία Καραντίλα. Το σαρακατσάνικο στοιχείο, σύμφωνα με βουλγαρικές πηγές, εκτιμάται ότι προσεγγίζει τα 30.000 άτομα σε όλη τη χώρα.
Έτερο σημαντικό στοιχείο, το οποίο ενισχύει την ελληνοβουλγαρική πολιτισμική όσμωση είναι οι λιγοστοί εναπομείναντες «Παλαιοί Έλληνες» της παρευξείνιας περιοχής και της πάλαι ποτέ Ανατολικής Ρωμυλίας. Σήμερα υφίστανται σωματεία στο Μπουργκάς (Βουλγαρό-Ελληνικός Σύλλογος Φιλίας «Πύργος»), στο Νεσέμπαρ/Μεσημβρία (Σύλλογος πολιτιστικών σχέσεων και συνεργασίας Ελλήνων και Βουλγάρων «Μεσημβρία»), στη Βάρνα (Βουλγαρο-Ελληνικός Σύλλογος «Οδησσός» / Ίδρυμα «Ευρωπαϊκό Κέντρο» Βάρνας / «Πρώτος Ελληνο-Βουλγαρικός Σύλλογος Φιλίας»), στη Σωζόπολη (Σύλλογος Βούλγαρο-Ελληνικής Φιλίας «Απολλωνία»), στο Πομόριε/Αγχίαλο (Σύλλογος Βουλγαρό-Ελληνικής Φιλίας «Αγχίαλος»), στη Μπιάλα/Άσπρο (Σύλλογος Μπιάλα) και στο Τσάρεβο/Βασιλικό (Σύλλογος Βασιλικού). Σε αρκετούς από τους παραπάνω συλλόγους πραγματοποιούνται φροντιστήρια ελληνομάθειας και εκδηλώσεις αναβίωσης ηθών και εθίμων της περιοχής.
Σημαντική είναι η παρουσία της Δημοκρατικής Οργάνωσης Μόρφωσης και Εκπολιτισμού (Δ.Ο.Μ.Ε), στην οποία δραστηριοποιούνται οι πρώην πολιτικοί πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, που είναι κυρίως εγκατεστημένοι στη Σόφια και αριθμούν περίπου 2.500 άτομα. Η Δ.Ο.Μ.Ε. διατηρεί σαββατιανό σχολείο εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας.
Η πλέον σύγχρονη ελληνική παρουσία αποτελείται από περίπου 3.000 Έλληνες φοιτητές σε βουλγαρικά δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια, καθώς και από περίπου 1.000 Έλληνες εργαζόμενους σε ελληνικές επιχειρήσεις και τις οικογένειές τους. Στη Σόφια εδρεύει το Ελληνικό Επιχειρηματικό Συμβούλιο στη Βουλγαρία (Hellenic Business Council in Bulgaria - HBCB), το οποίο αποτελεί τη θεσμική έκφραση της ελληνικής επιχειρηματικότητας, με μέλη του τους μεγαλύτερους εδώ Έλληνες επενδυτές.
0 comments