Εμπεδοκλής ο Ακραγαντινός: κοσμογονία, φυσιολογία, θεολογία, πεπρωμένο
◇◇◇
Σελινούντα, το τέλος, ο θρύλος και
◇◇◇
I. Kοσμογονία
Η Φιλότης και το Νείκος διαδραματίζουν σοβαρότατο ρόλο μέσα στην κοσμογονία του Εμπεδοκλή. Αυτή η τελευταία, μάλιστα, θα μπορούσε να διαιρεθεί σε τέσσερις φάσεις:
1) Όταν το σύμπαν βρίσκεται σε κατάσταση τελειότητας, τα τέσσερα στοιχεία είναι συγκεντρωμένα, σε ίση ποσότητα το καθένα, σχηματίζοντας ένα αδιαχώριστο μείγμα απ’ το οποίο η Φιλότης έχει εκδιώξει το Νείκος· τα πάντα είναι αρμονικά συγκεντρωμένα στο εσωτερικό του Σφαίρου:
Εκεί, ούτε του ήλιου τα γοργά τα μέλη ξεχωρίζουν
ούτε ο γιαλός ούτε η ορμή της γης η δασωμένη.
Έτσι ακουμπά μες στον πυκνό της Αρμονίας τον κόρφο
κυκλόμορφος καμαρωτός στη μοναξιά του ο Σφαίρος (απ. 27).
Και διπλοπρόσωπα πολλά και διπλομέτωπα φυτρώναν
αντρόμορφα βοϊδογέννητα, κι από την άλλη ξεπηδούσαν
ανθρωπογόνα βοϊδοκέφαλα, σμικτά πότε μ’ αντρώνε
πότε με γυναικών σκιερά και γενετήσια μέλη (απ. 60-61).
Τα τέρατα, που δεν μπορούν ν’ αντέξουν τις δυσκολίες της ζωής, εξαφανίζονται αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο σε όσα μπορούν να επιβιώσουν κατά τον τρόπο αυτό τα τελευταία, χάρη σ’ ένα είδος φυσικής επιλογής, κατορθώνουν και πολλαπλασιάζονται.
3) Όταν πια το Νείκος έχει θριαμβεύσει επί της Φιλότητας, καθένα από τα στοιχεία βρίσκεται συγκεντρωμένο ξέχωρα, καθώς τα όμοια πήγαν να συναντήσουν τα όμοιά τους. Έτσι, λοιπόν, δεν έχουμε πλέον μία αλλά τέσσερις ομόκεντρες σφαίρες: στο κέντρο βρίσκεται αυτή της Γης, στην συνέχεια αυτή του νερού, κατόπιν αυτή του αέρα και τέλος αυτή της φωτιάς.
4) Η Φιλότης αναλαμβάνει το ρόλο της, αναμειγνύει τις τέσσερις σφαίρες, εκδιώκει το Νείκος στις εσχατιές του κόσμου και επανεγκαθιδρύει το ομοιογενές μείγμα, τον Σφαίρο.
Τότε πια ο κύκλος μπορεί να ξαναρχίσει και πάλι από την αρχή. Η ύπαρξη σύνθετων όντων δεν είναι νοητή παρά κατά την δεύτερη και την τέταρτη φάση, εφόσον δεν υφίσταται έδαφος για διαχωρισμό κατά την πρώτη και για ένωση κατά την τρίτη. Τίποτα άρα απ’ όσα εμφανίζονται στον κόσμο δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας διατάσσουσας τελικότητας· αντίθετα, είναι απόρροια μιας γιγαντιαίας, αιώνιας και δίχως ανάπαυλα σύγκρουσης. Η εμπεδόκλεια κοσμοθεωρία, λοιπόν, δεν αποφεύγει την απαισιοδοξία, μια απαισιοδοξία που μπορεί να ξαναβρεί κανείς στον Λουκρήτιο, παρά τις επικούρειες καταβολές του.
II. Φυσιολογία
Η φυσιολογία του Εμπεδοκλή αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό τμήμα του δόγματός του, καθώς βρίσκουμε σ’ αυτήν όχι μόνο μια απόπειρα περιγραφής της φυσιολογίας των οργανισμών, και ιδιαίτερα των αισθητήριων οργάνων, αλλά – και κυρίως – τα πρώτα στοιχεία μιας γνωσιοθεωρίας και την κορύφωση του δραματικού αυτού οράματος του κόσμου, όπου κυριαρχεί η πάλη Φιλότητος και Νείκους.
Δίχως να έχουμε την πρόθεση να εισέλθουμε εδώ σε λεπτομέρειες, αρκούμαστε να σημειώσουμε πως ο Εμπεδοκλής απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στο φαινόμενο της αναπνοής, το οποίο και περιγράφει με σχολαστικότητα. Βλέπει στη δερματική αναπνοή το αποτέλεσμα ενός μερικού κενού, προκαλούμενου από τις κινήσεις του αίματος που, καθώς αποσύρεται προς τα εσωτερικά όργανα, δημιουργεί ανάγκη αέρα. Αυτή ακριβώς η εναλλαγή στις μετακινήσεις του αίματος προκαλεί και την εναλλαγή εισπνοών και εκπνοών, είτε από την τραχεία είτε από τους πόρους του δέρματος. Η αναπνοή, άρα, αποτελεί τη στοιχειωδέστερη βιολογική λειτουργία που, με τη ρυθμικότητά της, διατηρεί τον οργανισμό στη ζωή, επιτρέπει την αλληλοδιείσδυση του εντός και του εκτός και, άρα, τη σύνδεση αυτού που είμαστε με αυτό που μας περιβάλλει. Ξαναβρίσκουμε, λοιπόν, κι εδώ τη θεματική της μείξης και της πάλης, ιδιαίτερα στην παράσταση του αίματος και του αέρα να εκδιώκουν το ένα το άλλο.
Η περιγραφή της λειτουργίας των αισθητήριων οργάνων συνδέεται με μια κομβική αρχή της εμπεδόκλειας κοσμοθεωρίας: τό γάρ ὅμοιον του ὁμοίου ἐφίεσθαι. Είδαμε, προηγουμένως, πως κατά τον Ηράκλειτο η φύση αγαπά τα αντίθετα και τα συναρθρώνει μέσα σε αντίρροπες τάσεις, σαν αυτές που είναι εγγενείς στο τόξο ή στη λύρα· κατ’ αυτόν, άρα, η φύση αδιαφορεί για τα όμοια (απ. 10). Αντίθετα όμως, στον Εμπεδοκλή, βρίσκουμε μια, κληροδοτημένη πιθανότατα από τους Ελεάτες, θεωρία της συμπάθειας, σύμφωνα με την οποία το όμοιο επιζητεί το όμοιό του γιατί έλκεται από αυτό. Η απόφανση αυτή, όμως, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη θεωρία κατά την οποία η Φιλότης συνενώνει όλα τα πράγματα: αυτό που κάνει ακριβώς η Φιλότης είναι να ενώνει ανόμοιο με ανόμοιο, γι’ αυτό και μας λέγεται πως «σμίγει» (απ. 19). Πώς συμβιβάζεται λοιπόν η ιδέα ότι «το όμοιο επιζητεί το όμοιο» μ’ αυτήν, σύμφωνα με την οποία η Φιλότης σμίγει τα αντίθετα;
Είδαμε πως ενώ, μέσα στον πρωταρχικό Σφαίρο, η συνοχή των τεσσάρων στοιχείων διατηρείται χάρη στη Φιλότητα, από τη στιγμή που κυριαρχεί το Νείκος διαιρεί κι εμποδίζει την έλξη των ανομοίων. Όλες όμως οι ατομικότητες συντίθενται από τα τέσσερα στοιχειακά ριζώματα και διαφέρουν μόνον κατά τον αριθμό ή την αναλογία των ριζωμάτων που κυριαρχούν στη σύστασή τους. Αν οι ατομικότητες ρέπουν η μια στην άλλη και αλληλοεπιθυμούνται, αυτό οφείλεται στην ομοιότητα των συστατικών τους ριζωμάτων. Η επιθυμία του ομοίου είναι, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, ένα κατάλοιπο ενότητας που καθιστά δυνατή μια στοιχειώδη αντίσταση κατά του Νείκους, που τείνει να αποχωρίζει τα πάντα. Γιατί, πράγματι, μέσα ακριβώς στην καρδιά των ατομικών διαφορών γεννιέται αυτή η επιθυμία που ωθεί τα όντα να επιζητούν το ένα το άλλο, παρά τις οιεσδήποτε διαφορές, οι οποίες τείνουν να τα κρατούν για πάντα χωρισμένα. Η έλξη του ομοίου είναι ο δεσμός που υπερνικά τα παντοειδή ρήγματα.
Μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε λόγο για κάποια πονηρία του Νείκους, που, τελικά, χρησιμοποιεί αυτή την έλξη μεταξύ ομοίων. Πράγματι, στην τρίτη φάση της κοσμογονίας, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, καταφέρνει, χρησιμοποιώντας την έλξη του ομοίου για το όμοιο, να διασπάσει την ίδια την ατομικότητα και να μεταμορφώσει τον κόσμο σε τέσσερις στοιχειώδεις σφαίρες, ξένες μεταξύ τους. Επιτυγχάνοντας, όμως, αυτό, δεν βρίσκει τίποτα πλέον να διασπάσει κι έτσι, θα ’λεγε κανείς, ηττάται από την ίδια του τη νίκη. Καθίσταται έτσι αναγκαία μια εκ νέου μεσολάβηση της Φιλότητος, ώστε να ξαναρχίσει η μείξη των ριζωμάτων.
Το γλυκό αγγίζει το γλυκό και το πικρό
στο πικρό πάνω ορμάει,
το ξινό στο ξινό ανεβαίνει και το ζεστό
ζεστό καβαλικεύει (απ. 90).
Ο άνθρωπος λαμβάνει μηνύματα από το σύμπαν γιατί, ακριβώς, κι ο ίδιος είναι ένας μικρόκοσμος συντεθειμένος από τα τέσσερα ριζώματα:
Τι με τη γη τη γης και το νερό με το νερό θωρούμε
με τον αιθέρα τον θεϊκό αιθέρα και με τη φωτιά φωτιά αφανίστρα
και τη στοργή με τη στοργή, το μίσος με τ’ άθλιο μίσος (απ. 109).
Ο άνθρωπος βλέπει, όταν η φωτιά που φέρει μέσα του ενώνεται με αυτή του σύμπαντος· ακούει, όταν χάρη σ’ ένα φαινόμενο, παραπλήσιο της ηχούς,ο δονούμενος λόγω της φωνής αέρας αντηχεί στο εσωτερικό του αυτιού. Αντιλαμβάνεται, όταν ακριβώς τα σωματίδια, που φέρουν αυτές οι απόρροιες των σωμάτων, συναντούν όμοιά τους σωματίδια στο εσωτερικό του σώματος. Έτσι λοιπόν, χάρη στην αντίληψη που επιτρέπει στο όμοιο να συναντά το όμοιο, ο άνθρωπος σχετίζεται με το σύμπαν.
Και η νόηση όμως, όπως θα δούμε αμέσως, εμφανίζεται ιδιαίτερα συναφής με την αντίληψη. Το αίμα, συνιστώμενο από νερό, αέρα, γη και φωτιά, είναι το όργανο της νόησης. Όχι μόνο αισθανόμαστε αλλά και σκαφτόμαστε τα στοιχεία του κόσμου που μας περιβάλλει χάρη σ’ ένα στοιχείο που ρέει στο σώμα μας: χάρη στο αίμα, που γεννά τη σκέψη, ο άνθρωπος, αληθινά ομοούσιος του κόσμου, συμμετέχει στο σύμπαν. Όπως μας διδάσκει κι ο Θεόφραστος, μεταφέροντάς μας σχετικά τις ιδέες του Εμπεδοκλή: «Η σκέψη γεννιέται από το όμοιο, η άγνοια από το ανόμοιο, ώστε η σκέψη να είναι το ίδιο, ή σχεδόν το ίδιο, με την αίσθηση. Αφού μας απαριθμήσει τους τρόπους με τους οποίους γνωρίζουμε κάθε πράγμα χάρη στον εαυτό του, μας λέει:
Γιατί όλα τους αρμονικά πλαστήκαν από τούτα (τα στοιχεία)
και μ’ αυτά σκέφτονται και χαίρονται μα και λυπούνται (απ. 107).
Γι’ αυτό και σκεφτόμαστε κυρίως με το αίμα μας, γιατί μέσα σ’ αυτό είναι περισσότερο αναμεμειγμένα τα συστατικά στοιχεία των μερών του σώματός μας» (31 A 86).
III. Θεολογία και σοφία
Μετά τα όσα προηγήθηκαν, δεν φαίνεται πλέον παράδοξο το γεγονός πως ο Εμπεδοκλής απέδιδε μεγάλη σημασία στη μετεμψύχωση. Το εσχατολογικό αυτό όραμα ανέτρεχε πίσω στην ορφικοπυθαγόρεια παράδοση, αλλά και αυτές οι ίδιες οι εμπεδόκλειες θεωρίες της μείξης και του κύκλου των όντων αποτέλεσαν, από μόνες τους, πρόσφορο έδαφος για την εδραίωση τέτοιων απόψεων. Ορισμένοι σχολιαστές επιχείρησαν να υποστηρίξουν πως στο σύστημα του Εμπεδοκλή δεν υπάρχει χώρος για μια ψυχή ή για κάποιους θεούς που δεν θα ήταν και οι ίδιοι το αποτέλεσμα σύνθεσης των στοιχειωδών ριζωμάτων, σύνθεσης που κι αυτή, όπως και καθετί που υπάρχει θα έτεινε προς την αποσύνθεση και την εξαφάνιση. Ο ίδιος, ωστόσο, ο Εμπεδοκλής κάνει λόγο, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, για ψυχές που κατοικούν στο ανθρώπινο σώμα και είναι ακριβώς έκπτωτες θεότητες, που κατέπεσαν στον κόσμο των σωμάτων και οφείλουν, αν θέλουν να ελπίζουν σε κάποια απολύτρωση, να μετοικούν από τη μια μορφή ζωής στην άλλη (βλ. απ. 115). Το να χυθεί αίμα αποτελεί το μέγιστο αμάρτημα, διότι έτσι κινδυνεύει να διακοπεί ο κύκλος των μετενσαρκώσεων. Γι’ αυτό οι θυσίες κρίνονται απαράδεκτες και απαγορεύεται να τρώει κανείς κρέας (βλ. απ. 137).
Άρα ο κύκλος των στοιχείων και των κοσμολογικών ριζωμάτων εγγράφεται κι ο ίδιος σ’ έναν άλλο κύκλο, αυτόν του Πλατέος Όρκου, όπου ξετυλίγεται σιγά σιγά το δράμα μιας ύπαρξης που θυμάται και ποθεί αυτό πού ’χασε και που αν είχε θα λυτρωνόταν.
IV. Το πεπρωμένο του Εμπεδοκλή
Η εκπληκτική προσωπικότητα του Εμπεδοκλή, στις μυθικές της διαστάσεις, στοίχειωσε τη φαντασία τόσο του Χέλντερλιν όσο και του Νίτσε, που θέλησαν να τη χρησιμοποιήσουν σαν κεντρικό θέμα τραγωδιών, τις οποίες δεν κατάφεραν ωστόσο ποτέ να ολοκληρώσουν. Για τον Χέλντερλιν, ο Εμπεδοκλής είναι ο ρομαντικός ήρωας που σπαράσσεται από τον πόθο του απείρου, ενώ για τον Νίτσε είναι ο «άνθρωπος της ύστατης αγωνίας», που αποτελεί, ο ίδιος, το μεταίχμιο του αιώνα του μύθου και του διονυσιασμού, από τη μια, και του ορθολογισμού από την άλλη. Ο Σοπενχάουερ, με τη σειρά του, μας ομολογεί τις οφειλές του στον Εμπεδοκλή. Αυτός, όμως, που επιβάλλεται οπωσδήποτε να αναφέρουμε είναι ο Φρόυντ, ο οποίος θέλει να βλέπει στο πρόσωπο του Έλληνα φιλοσόφου τον πρόδρομο, κατά κάποιο τρόπο, των δικών του θεωριών, σύμφωνα με τις οποίες ο κόσμος είναι το θέατρο της αντιπαράθεσης ’Έρωτος και Θανάτου, των ενστίκτων της ζωής και των ενστίκτων του θανάτου.
Το τραγικό, όμως, όραμα που μας κληροδότησε ο Εμπεδοκλής θα έπρεπε να μας εγγίζει και για άλλους λόγους. Κύριοι όντας και κάτοχοι της φύσης, μπορούμε άραγε να καυχηθούμε σήμερα πως κατορθώσαμε να μετατρέψουμε τον κόσμο μας σε κάτι άλλο από το θέατρο όπου Αγάπη και Μίσος συγκρούονται με λύσσα; Αυτές οι ίδιες οι συγκρούσεις εγγράφονται ή όχι τελικά εντός κάποιου Πλατέος Όρκου; Είναι άραγε τα πάντα μια απλή συνδυαστική θεμελιωδών στοιχείων ή μήπως θα πρέπει να καταφύγουμε σε μια ερμηνευτική, ώστε οι ερευνώμενοι συνδυασμοί να προσλαμβάνουν πραγματικά κάποιο νόημα που δεν προέρχεται από αυτούς;
Αναδημοσίευση και επεξεργασία: Philomαtheia 26 Νοεμβρίου 2020
Το αυθεντικό κείμενο υπέστη μικρές τροποποιήσεις σε δομικό και μορφολογικό επίπεδο, οι οποίες δεν έχουν επηρεάσει το περιεχόμενο, την σημασιολογία και το ύφος του. Για το αυθεντικό κείμενο ανατρέξτε στην συνημμένη πηγή.
0 comments