Ποιός κατέστρεψε την Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας; (μαρτυρία των αρχαίων πηγών)
Διάφορες ιστορίες για την εξαφάνιση της κυκλοφορούν εδώ και αιώνες και χρονολογούνται τουλάχιστον από τον πρώτο μ.Χ. αιώνα. Διαπιστώνουμε ότι για την καταστροφή ευθύνονται οι τρεις δυνάμεις κατοχής που κυβέρνησαν την Αλεξάνδρεια αφού την έχασαν οιΈλληνες. Θα αναφερθούμε πρώτα στις ιστορίες όπως τις ακούμε σήμερα – χωρίς αναφορές και μερικές σε μεγάλο βαθμό ανακριβείς. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εξακριβώσουμε ποιός ήταν ο υπαίτιος της καταστροφής της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας.
Οι ύποπτοι είναι ένας ρωμαίος, ένας χριστιανός και τέλος ένας μουσουλμάνος – ο Ιούλιος Καίσαρας, ο πατριάρχης Θεόφιλος της Αλεξάνδρειας και ο Χαλίφης Ομάρ της Δαμασκού. Θα προσπαθήσουμε να φτάσουμε στην πιο αξιόπιστη ιστορία σχετικά με την καταστροφή της βιβλιοθήκης, αναλύοντας την πληθώρα σχετικών πηγών.
Πέρασε στην αποβάθρα η οποία ήταν γεμάτη με εύφλεκτα υλικά, έτοιμα για εξαγωγή. Κατόπιν εξαπλώθηκε στην πόλη και πριν προλάβει κανείς να τη σταματήσει, πήρε φωτιά η ίδια η Μεγάλη Βιβλιοθήκη με αποτέλεσμα 400.000 ανεκτίμητοι χειρόγραφοι πάπυροι να γίνουν στάχτη. Όσο για τον ίδιο τον Καίσαρα, δεν θεώρησε το γεγονός αυτό αρκετά σημαντικό ώστε να το αναφέρει στα απομνημονεύματά του».
Ο Ιούλιος Καίσαρας βρισκόταν πράγματι στην Αλεξάνδρεια το 47-48 π.Χ. καταδιώκοντας τον αντίπαλο του Πομπήιο. Ο Καίσαρας κατάφερε να καταλάβει την πόλη χωρίς κανένα πρόβλημα μετά την καταστροφή του Αιγυπτιακού στόλου και διέμενε στο παλάτι με την Κλεοπάτρα, όταν άρχισαν τα προβλήματα. Μερικά από τα πρωτοπαλίκαρα του Φαραώ επιτέθηκαν με μια αρκετά μεγάλη δύναμη και ο Καίσαρας βρέθηκε ξαφνικά κολλημένος σε μια εχθρική πόλη με πολύ λίγες δυνάμεις. Το ότι κέρδισε παρ’ολα αυτά οφείλεται στην τύχη του και τις ηγετικές του ικανότητες. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο αλλά για να διαλευκάνουμε την τύχη της Βασιλικής Βιβλιοθήκης θα πρέπει να εξετάσουμε τις αρχαίες πηγές.
Η μεταγενέστερη ιστορία απέδειξε πολλές φορές ότι η Αλεξάνδρεια καίγεται ακριβώς όπως και οποιαδήποτε άλλη πόλη.
Η φωτιά αυτή δεν αναφέρεται ούτε στους Φιλιππικούς του Κικέρωνα εναντίον του συμμάχου του Καίσαρα, Μάρκου Αντώνιου. Αυτό, παρόλο που αποτελεί μια πολύτιμη μαρτυρία για την υπεράσπιση του Καίσαρα, μια που ο Κικέρωνας δε συμπαθούσε καθόλου τον τελευταίο, δεν αποτελεί αδιάσειστο επιχείρημα μια που είναι πολύ πιθανό ο Κικέρωνας να μη γνώριζε όλα όσα συνέβησαν, δεν έκρινε απαραίτητο να αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός ή αναφέρεται σε αυτό σε απόσπασμα των έργων του το οποίο δε σώζεται.
Ωστόσο, η «Επιτομή» του 2ου αι. που γράφτηκε από το Φλόρο σώθηκε και λέει ότι η φωτιά ξεκίνησε από τον Καίσαρα για να καθαρίσει την περιοχή γύρω από τη θέση του, ώστε ο εχθρός να μην έχει καμία κάλυψη από τα βέλη του στρατού του. Η ίδια η βιβλιοθήκη δεν αναφέρεται από τον Φλόρο, αν και ήταν στην ίδια περιοχή της πόλης που βρισκόταν το παλάτι το οποίο είχε καταλάβει ο Καίσαρας.
Ο Σενέκας στην πραγματικότητα το μόνο που αναφέρει είναι ότι ο Λίβιος θεωρούσε τη βιβλιοθήκη ως «το πιο διακεκριμένο επίτευγμα της καλαισθησίας και της μέριμνας των βασιλέων» και αυτό μόνο και μόνο για να μπορέσει να διαφωνήσει.
Ο Δίων Κάσσιος (πέθανε το 235 μ.Χ) μας λέει ότι οι αποθήκες των βιβλίων που βρίσκονταν κοντά τις αποβάθρες κάηκαν τυχαία από τους άνδρες του Καίσαρα. Τα λόγια του δεν είναι ξεκάθαρα και έχουν οδηγήσει ορισμένους μελετητές στο συμπέρασμα ότι καταστράφηκαν μόνο τα βιβλία που προορίζονταν για εξαγωγή.
Αμμιανός Μαρκελλίνος και Ορόσιος – Ρωμαϊκή Ιστορία και Ιστορία κατά των ειδωλολατρών
Ένας από τους τελευταίους ειδωλολάτρες Ρωμαίους ιστορικούς, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (πέθανε το 395 μ.Χ.), μας λέει για την τύχη της βιβλιοθήκης γράφοντας για την πόλη της Αλεξάνδρειας στη «Ρωμαϊκή Ιστορία» του. Αναφέρει ότι το γεγονός πως η πυρκαγιά ξεκίνησε από τον Ιούλιο Καίσαρα αποτελεί την «ομόφωνη άποψη των αρχαίων συγγραφέων», αλλά συγχέει το κτίριο της βιβλιοθήκης με το Σεράπειο και αυξάνει τον αριθμό των παπύρων που καταστράφηκαν σε 700.000 (ίσως η πηγή του είναι ο Γέλλιος).
Η ιστορία επαναλαμβάνεται από τον Ορόσιο, έναν πρώιμο χριστιανό ιστορικό (πέθανε μετά το 415 μ.Χ.), ο οποίος αναφέρει στην «Ιστορία κατά των ειδωλολατρών» πως οι κατεστραμμένοι πάπυροι αριθμούσαν τους 400.000.
Και οι δύο αυτοί συγγραφείς είναι πολύ μεταγενέστεροι για να αποτελούν ακριβείς πηγές από μόνοι τους, όμως μας λένε ότι από τον τέταρτο αιώνα πιστεύονταν ευρέως οτι η Βασιλική Βιβλιοθήκη είχε καταστραφεί από τον Ιούλιο Καίσαρα. Θα τους ξαναδούμε παρακάτω σε σχέση με την καταστροφή του Σεράπειου, που συνέβη στα δικά τους χρόνια.
* Οι πρώτες περιγραφές τoυ Αλεξανδρινoύ Πολέμου, γραμμένες είτε από τον Καίσαρα είτε από τους στενούς φίλους του, καλύπτουν εσκεμμένα οτιδήποτε αντανακλά άσχημα πάνω στον σπουδαίο άνδρα. Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη η σιωπή τους για τον εμπρησμό της μεγαλύτερης βιβλιοθήκης του κόσμου, ακόμα και αν συνέβη τυχαία.
Μπορεί τα αναγνωστήρια, τα οποία αποτελούσαν μέρος του Μουσείου, να επέζησαν, όμως όπως μας λένε όλες οι πηγές, τα βιβλία κάηκαν από τον Ιούλιο Καίσαρα.
Ο Θεόφιλος ήξερε ότι όσο υπήρχε αυτή η γνώση, οι άνθρωποι θα έτειναν λιγότερο να πιστέψουν στην Αγία Γραφή, έτσι ξεκίνησε να καταστρέψει όλους τους ειδωλολατρικούς ναούς. Αλλά το Σεράπειο ήταν ένα τεράστιο κτίσμα, πάνω σε ανάχωμα και πέρα από τις ικανότητες των μαινόμενων χριστιανών φανατικών να το πλήξουν.
Ο Πατριάρχης λοιπόν επικοινώνησε με τη Ρώμη. Από εκεί, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας, ο οποίος είχε διατάξει την εξολόθρευση του παγανισμού, έδωσε την άδειά του για την καταστροφή του Σεραπείου. Συνειδητοποιώντας πως δεν θα είχαν καμία τύχη, οι ιερείς και οι ιέρειες εγκατέλειψαν το ναό τους στα νύχια του όχλου ο οποίος εισέβαλε σε αυτόν με αποτέλεσμα το οικοδόμημα να καταστραφεί συθέμελα και τα χειρόγραφα να καούν σε τεράστιες πυρές στους δρόμους της Αλεξάνδρειας.
Ο Θεόφιλος ήταν πράγματι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας την εποχή που το Σεράπειο είχε μετατραπεί σε χριστιανική εκκλησία αλλά ο ίδιος ποτέ δεν έγινε άγιος. Η ημερομηνία που δίνεται συνήθως για τα γεγονότα είναι το 391 μ.Χ., όταν ήταν αυτοκράτορας ο Θεοδόσιος, ο οποίος «προσηλύτιζε» τους υπηκόους του στο Χριστιανισμό με μεγάλο ζήλο. Η αντιδικία που υπάρχει εδώ είναι ότι υπήρχε και μια άλλη βιβλιοθήκη στο Σεράπειο και ήταν αυτή που κατέστρεψε ο όχλος των χριστιανών κατά τη λεηλασία του ναού. Πρέπει επομένως να διαπιστώσουμε εάν όντως υπήρχε ακόμη μία βιβλιοθήκη εκεί και επίσης αν όντως την κατέστρεψε ο Θεόφιλος.
Ιστορικοί που διακρίνουν στοιχεία προκατάληψης από τον Γκίμπον ενάντια στον Xριστιανισμό, θεωρούν ότι ο Γκίμπον, από εσφαλμένη εκτίμηση, συνέχεε τη βασιλική βιβλιοθήκη με εκείνη που βρισκόταν κοντά στον ναό του Σέραπι. Σχετικά με τις αναφορές του Γκίμπον για το θέμα αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε μια αντίστοιχη περίπτωση της ιστορίας, με ευκολία αθώωνε τους Άραβες για την μεγάλη μαρτυρούμενη καταστροφή βιβλίων στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 7ου αιώνα και είναι ενδεικτικό ένα απόσπασμα στο οποίο υπερασπίζει τους Άραβες:
«Αν όμως, οι ογκώδεις τόμοι των διχογνωμιστών, αρειανών και μονοφυσιτών, χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά για τη θέρμανση των δημόσιων λουτρών, ο φιλόσοφος θα παραδεχτεί χαμογελώντας ότι εντέλει θυσιάστηκαν για το καλό της ανθρωπότητας»
Ο Καλλίμαχος είναι γνωστός ως προς τις αναφορές του στη βιβλιοθήκη του Σεραπείου αν και συχνά οι αναφορές αυτές διεξάγονται συμπερασματικά.
Ο Επίσκοπος Επιφάνιος της Κύπρου (πέθανε το 402 μ.Χ.) στο έργο του «Μέτρα και Σταθμά» (μια ερμηνεία της βίβλου) αναφέρει ότι υπήρχαν πάνω από 50.000 τόμοι στη «θυγατρική» βιβλιοθήκη την οποία τοποθετεί στο Σεράπειο. Οι προηγούμενες παρατηρήσεις μας σχετικά με τους αριθμούς εφαρμόζονται πλήρως εδώ αν και θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι υπήρχαν πολλοί λιγότεροι πάπυροι στη θυγατρική από ότι στη Βασιλική Βιβλιοθήκη.
Παρά τη συνέχιση της ακαδημαϊκής δραστηριότητας, η Αλεξάνδρεια υπέστη πολλά μέχρι το 391 μ.Χ. Ο Αύγουστος την υποβάθμισε, οΚαρακάλλας κατέσφαξε πολλούς από τους πολίτες της ως αντίποινα προσβολής που θεώρησε ο ίδιος ότι έγινε στο πρόσωπο του και οΑυρήλιος επίσης λεηλάτησε την πόλη και το παλάτι στο οποίο βρισκόταν το Μουσείο. Τέλος, η πόλη καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από το Διοκλητιανό στις αρχές του τετάρτου αιώνα.
Οι ιστορίες του Ερμία (πέθανε το 443 μ.Χ.) και του Θεοδώρητου (πέθανε μετά το 457 μ.Χ.) καλύπτουν μια παρόμοια περίοδο. Παρά την ικανοποίηση τους να εκθέσουν λεπτομερώς την καταστροφή του Σεραπείου, δεν αναφέρουν καθόλου τα βιβλία αν και ο Θεοδώρητος λέει ότι κάηκαν τα ξύλινα είδωλα του Σέραπι. Και οι δύο αυτές ιστορίες εξαρτώνται άμεσα από αυτή του Σωκράτη του Σχολαστικού, όμως περιλαμβάνουν στοιχεία και από άλλες πηγές.
Η δήλωσή του ότι δεν υπήρχε άλλη σημαντική βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια κατά την εκστρατεία του Καίσαρα είναι ενδιαφέρουσα και πηγαίνει αντίθετα με την ύπαρξη μιας βιβλιοθήκης μέσα στο Σεράπειο εκείνη την εποχή. Ωστόσο, ο Ορόσιος αποτελεί πολύ μεταγενέστερη πηγή ώστε να φέρει βάρος σε αυτό το θέμα.
Με λίγα λόγια, ορισμένοι πεισματάρηδες και απερίσκεπτοι κοκορόμυαλοι με υποκινητή και αρχηγό τους τον Πέτρο, έναν οπαδό αυτής της Εκκλησίας, παρακολουθούσαν αυτή τη γυναίκα να επιστρέφει σπίτι της γυρνώντας από κάπου. Την κατέβασαν με τη βία από την άμαξά της, την μετέφεραν στην Εκκλησία που ονομαζόταν Caesarium, την γύμνωσαν εντελώς, της έσκισαν το δέρμα και έκοψαν τις σάρκες του σώματός της με κοφτερά κοχύλια* μέχρι που ξεψύχησε, διαμέλισαν το σώμα της, έφεραν τα μέλη της σε ένα μέρος που ονομαζόταν Κίναρον και τα έκαψαν.»
Ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε ο επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, Κύριλλος, ο οποίος είχε έρθει σε μεγάλη αντίθεση με τον Ρωμαίο Κυβερνήτη της Αιγύπτου και φιλικά διακείμενου προς την Υπατία, Ορέστη.
Ο επικεφαλής των Μουσουλμανικών δυνάμεων ο οποίος κατέλαβε την Αίγυπτο το 640 μ.Χ. ονομαζόταν ‘Amr και ήταν αυτός που υποτίθεται ότι ρώτησε τον Ομάρ τι να κάνει με την περίφημη βιβλιοθήκη που βρέθηκε υπό τον έλεγχο του.
Λίγες μόνο πηγές χρειάζεται να εξετάσουμε και είναι πολύ μεταγενέστερες. Η πρώτη προέρχεται από το 12ο αιώνα και είναι γραμμένη από τον Abd al Latif (πέθανε το 1231) ο οποίος, στο βιβλίο «Απολογισμός της Αιγύπτου», καθώς περιγράφει την Αλεξάνδρεια, αναφέρει τα ερείπια του Σεραπείου. Τα προβλήματα με αυτό ως ιστορικό ντοκουμέντο, είναι τεράστια και ανυπέρβλητα, καθώς παραδέχεται ότι η πηγή των πληροφοριών του προέρχεται από φήμες.
Το δέκατο τρίτο αιώνα ο μεγάλος Ιακωβίτης χριστιανός Επίσκοπος Γρηγόριος Μπαρ (Hebræus-πέθανε το 1286), που ονομάζεται Abû ‘l Faraj στα αραβικά, ξεκαθαρίζει την ιστορία και περιλαμβάνει το περίφημο επίγραμμα από το Κοράνι. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο σχετικό με το πού βρήκε την ιστορία, αλλά φαίνεται ότι πρόκειται για μια ιστορία που έκανε το γύρο μεταξύ των Χριστιανών που ζούσαν κάτω από την κυριαρχία των μουσουλμάνων.
Ο Γρηγόριος κατέγραψε άφθονες παρατραβηγμένες ιστορίες σχετικά με οιωνούς και τερατουργήματα έτσι θα πρέπει αυτή η ιστορία να αντιμετωπιστεί με καχυποψία.
Στο βιβλίο «Η Εξαφανισμένη Βιβλιοθήκη», ο Canfora αναφέρει ένα Συριακό χειρόγραφο που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, του François Nau. Γράφτηκε από έναν χριστιανό μοναχό τον ένατο αιώνα και περιγράφει με λεπτομέρειες τη συνομιλία μεταξύ του Ιωάννη και του Χαλίφη Ομάρ. Στη γαλλική μετάφραση του βιβλίου αυτού όμως δεν υπάρχει αναφορά σε καμία βιβλιοθήκη και φαίνεται να αποτελεί παράδειγμα θεολογικού διαλόγου μεταξύ δύο ατόμων. Με άλλα λόγια, δεν είναι ιστορικό και ούτε αξιώνεται ως τέτοιο.
Τα σφάλματα στις πηγές είναι προφανή και η ίδια η ιστορία είναι σχεδόν εντελώς απίστευτη. Κατ ‘αρχάς,ο Γρηγόριος Μπαρ εκπροσωπεί το χριστιανό στην ιστορία του, δηλαδή κάποιον Ιωάννη από το Βυζάντιο, ο οποίος ήταν νεκρός την εποχή της μουσουλμανικής εισβολής. Επίσης, το ότι η βιβλιοθήκη έκανε έξι μήνες για να καεί είναι απλά φαντασία και το είδος της υπερβολής που μπορεί να περιμένει κανείς από τους αραβικούς θρύλους όπως οι «Αραβικές Νύχτες».
Ωστόσο, η διάσημη παρατήρηση του Alfred Butler, ότι τα βιβλία της βιβλιοθήκης ήταν φτιαγμένα από περγαμηνή, η οποία είναι υλικό που δεν καίγεται, δεν είναι αλήθεια. Οι πολύ μεταγενέστερες πηγές είναι ύποπτες, καθώς δεν υπάρχει ίχνος αυτής της θηριωδίας σε καμία προγενέστερη λογοτεχνία – ακόμη και στο Κοπτικό Χριστιανικό χρονικό του Ιωάννη Νικίου (πέθανε το 640 μ.Χ.) ο οποίος κατέγραψε την Αραβική εισβολή.Τέλος, η ιστορία προέρχεται από έναν χριστιανό διανοούμενο ο οποίος ήταν πολύ πρόθυμος να κακολογήσει τη μουσουλμανική θρησκεία. Εδώ ίσως Θα πρέπει λοιπόν να την απορρίψουμε ως θρύλο.
Πηγή κειμένου και εικόνων
Αναδημοσίευση: Philomαtheia 05 Οκτωβρίου 2020
0 comments