(χρόνος ανάγνωσης: 10 λεπτά)
παραδείγματα αξιολογικής προσέγγισηςλόγοι ύπαρξης αισθητικού κριτηρίου
στόχος της γλώσσας
το πραγματικό κριτήριο
αξία της αρχαίας ελληνικής
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε, λίγο πολύ, επαφή όχι μόνο με την μητρική μας γλώσσα, την γλώσσα που μάθαμε από τα άτομα που μας μεγάλωσαν, αλλά και με άλλες, είτε σε επίπεδο εκτεταμένης γλωσσομάθειας, είτε λόγω των αναγκών και των συνθηκών (ξένες γλώσσες στο σχολείο, δίπλωμα ξένης γλώσσας ως προϋπόθεση για εύρεση εργασίας, επαγγελματική χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.ο.κ.). Σε διάφορες εκφράνσεις της ζωής μας έχουμε κληθεί να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες γλώσσες, είτε άμεσα (λ.χ. τα γαλλικά και τα γερμανικά σε Δημοτικό και Γυμνάσιο, ) είτε έμμεσα (λ.χ. ευρωπαϊκός ή αμερικάνικος κινηματογράφος).
Κάθε φορά, υπάρχουν κάποια διαισθητικά κριτήρια που μας κάνουν να κρίνουμε μία γλώσσα, αν είναι καλή ή κακή, όμορφη ή αποκρουστική στο άκουσμα, μελωδική ή πεζή. Φαίνεται δηλαδη ότι ο άνθρωπος χρωματίζει μια γλώσσα με αξιολογικά και αισθητικά κριτήρια. Τί ακριβώς σημαίνει αυτό;
Ας πάρουμε κάποια παραδείγματα αξιολογικής προσέγγισης των γλωσσών, βγαλμένα από την καθημερινή ζωή και εμπειρία.
Διάλογος συμμαθητών της Πέμπτης Δημοτικού:
-Εμένα μου αρέσουν τα Γαλλικά. Ακούγονται πολύ επίσημα, σαν αριστοκρατικά.
-Μμμ, εγώ προτιμώ τα Γερμανικά. Είναι άγρια. Τα Γαλλικά είναι κοριτσίστικα.
Αντίδραση ενηλίκου σε διαφήμιση της Schwarzkopf στην τηλεόραση:
Ζβαρ..τσ.. τί είναι αυτό; Γλώσσα θεωρείται αυτή τώρα;
Σχόλιο εφήβου βλέποντας Κινέζικη ταινία:
Τι τσιν-τσαν-τσον όλη την ώρα, απορώ πως συννενοούνται
Αντίδραση υπερηλίκου στο πρώτο άκουσμα Ιταλικής μουσικής:
Τί ωραία γλώσσα είναι αυτή, πόσο συναισθηματική!
Διάλογος περί της Ισπανικής γλώσσας:
-Τί όμορφή και μελωδική γλώσσα που είναι τα Ισπανικά... Σχεδόν τραγουδιούνται
-Αν εξθαιέθεις το ότι κθεχνάνε τα θύμφωνα..
Και από τα συχνότερα... Η Ελληνική είναι η ωραιότερη γλώσσα του κόσμου
Μέσα από αυτά και άλλα πάμπολλα παραδείγματα μπορούμε να εντοπίσουμε, και επομένως να παραδεχτούμε, ότι όντως υπάρχει κάτι που ταλαντεύει τα λεπτά αισθήματα των ανθρώπων, που προξενεί υποσυνείδητα αισθήματα αρέσκειας ή δυσαρέσκειας, που τους αγγίζει ή τους αφήνει αδιάφορους. Αυτό το κάτι όμως δεν είναι τυχαίο, ούτε σχετίζεται με την ποιότητα μιας γλώσσας. Γιατί συμβαίνει τότε;
Οι λόγοι που κρίνουμε τις γλώσσες με αισθητικά κριτήρια είναι αρκετοί και ίσως συζητηθούν σε επόμενο άρθρο. Μπορούμε όμως να πούμε πολύ συνοπτικά ότι οι λόγοι είναι κατά βάση κοινωνικοί, ανάλογα με τα στερεότυπα με τα οποία έχουμε μεγαλώσει και με την ποσότητα και ποικιλία των γλωσσικών ακουσμάτων που είχαμε από νεαρή ηλικία. Επηρεαζόμαστε, επίσης, από το μεγαλείο της ιστορίας της γλώσσας και από την μεγαλοπρέπεια των προσώπων και έργων του παρελθόντος του Έθνους το οποίο την μιλά (όπως συμβαίνει πολύ συχνά με τα Ελληνικά). Συγκεκριμένα για την Ελληνική, το γεγονός ότι δεν διασπάστηκε σε επιμέρους γλώσσες και έμεινε σχετικά αναλλοίωτη στους αιώνες είναι ένα απο τα ισχυρότερα επιχειρήματα αυτών που στηρίζουν τόσο ένθερμα και ποικιλότροπα την υποτιθέμενη ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας (και πολλές φορές ταυτόχρονα τον υποτιμητικό υποβιβασμό όλων των υπολοίπων). Τέλος, η παντελώς αβάσιμη θέση ότι η Ελληνική είναι η μητέρα όλων των γλωσσών, ότι δηλαδή όλες οι γλώσσες προήλθαν, “γεννήθηκαν”, ή οφείλουν την ύπαρξη και επιβίωσή τους στην ελληνική, είναι ένα ακόμα επιχείρημα των ανωτέρω υπερμάχων που έχει, με επιτυχία ελπίζουμε όλοι, ξεπεραστεί (για λόγους που έχουν ήδη συζητηθεί στην τριλογία εθνικής και γλωσσικής εξυγείανσης.)
Όμως, για να μην ξεφεύγουμε, ποιό είναι το κριτήριο που θα έπρεπε να μας απασχολεί, για να κρίνουμε αν μια γλώσσα είναι “καλή” ή “κακή”; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να αναρωτηθούμε ποιός είναι ο στόχος της γλώσσας. Και αυτός δεν είναι άλλος από την επικοινωνία των ομιλητών της σε τέτοιο επίπεδο ώστε να επιτυγχάνεται η άμεση και πλήρης συνεννόηση και κάλυψη των καθημερινών αναγκών της ζωής τους με στόχο πρωτίστως την (επι)βίωση (η παραγωγή λογοτεχνικού λόγου, αν και αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι έρχεται σε δεύτερο επίπεδο). Άρα λοιπόν, η καλύτερη γλώσσα θα έπρεπε να είναι αυτή η οποία επιτυγχάνει αυτόν τον σκοπό στον μεγαλύτερο βαθμό. Όμως, από την στιγμή που η κάθε γλώσσα δημιουργείται για να καλύψει τις επικοινωνιακές ανάγκες των ομιλητών της, σημαίνει ότι όλες οι γλώσσες είναι εξίσου καλές, αφού όλες οι γλώσσες καλύπτουν αυτές τις ανάγκες (δημιουργούνται για να τις καλύπτουν, αν δεν τις καλύπτουν δημιουργούνται αλλιώς, μεταβάλλονται, εξελίσσονται).
Δεν θα ακούσουμε κανέναν Ιταλό να παραπονιέται ότι η γλώσσα του δεν τον καλύπτει, ή ότι δεν εκτελεί σωστά το χρέος της ως μέσο συνεννόησης. Κανένας Γάλλος δεν θα ισχυριστεί ότι η γλώσσα του, ως εργαλείο επικοινωνίας είναι “ελλατωματική”, ότι θέλει να περάσει κάποιο μήνυμα και η γλώσσα του δεν του το επιτρέπει. Και σε τελική ανάλυση, δεν θα πει κάποιος Γερμανός “δεν μου αρέσει η γλώσσα μου, είναι άγρια και πεζή, χωρίς μελωδικότητα και γεμάτη σύμφωνα”. Είναι απλά η γλώσσα του. Αυτή έμαθε, με αυτή μεγάλωσε, μέσω αυτής εκφράζεται, και δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Κανένας άνθρωπος στον πλανήτη δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η γλώσσα του δεν τον καλύπτει, ότι δεν είναι αρκετή, ότι δεν τον βοηθάει να χειριστεί τον λόγο. Το επικοινωνιακό κριτήριο, το βασικότερο κριτήριο όλων καθώς αυτό σχετίζεται με τον λόγο ύπαρξης της γλώσσας, δεν αφήνει περιθώρια αισθητικής αξιολόγησης.
Βέβαια, στον αντίποδα, υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά των γλωσσών και ιδίως της Ελληνικής, της σημαντικότητας των οποίων κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το πλούσιο, περιγραφικό, αναλυτικό και επεξηγηματικό λεξιλόγιο το οποίο έχουμε ως υπερπολύτιμο κληροδότημα από όλους τους προγόνους-ομιλητές της γλώσσας μας, από τις απαρχές της δημιουργίας της έως σήμερα. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ευκολία χρήσης του μεταφορικού λόγου και τη δημιουργία λογοπαιγνίων. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη πάμπολλων τρόπων έκφρασης ενός μόνο μηνύματος, από τον πιο απλό μέχρι τον πιο σύνθετο. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την εκφραστική ή λεκτική ευελιξία που η ελληνική έχει φτάσει να μας προσφέρει. Το γιατί η Ελληνική γλώσσα έχει τόσο τεράστιο εύρος και με τόσες πολλές δυνατότητες χρήσης δεν έχει καμία σχέση με το αν είναι καλύτερη γλώσσα από κάποια άλλη. Μας είναι υπερπολύτιμη και απείρως χρήσιμη για αυτούς τους λόγους, αλλά δεν την κάνει ανώτερη από άλλες σε αυτό το επίπεδο.
Ένα τελευταίο ζήτημα που μπερδεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, σχετίζεται με την λανθασμένη σύνδεση και σύζευξη των Νέων Ελληνικών με τα Αρχαία. Η συζήτηση πάνω στο θέμα φαντάζει ατέλειωτη, αλλά ένα είναι το σίγουρο: η αξία των Αρχαίων Ελληνικών, των κειμένων της αρχαιοελληνικής γραμματείας και του αρχαίου ελληνικού φιλοσοφικού λόγου, η συνέχεια της ελληνικής σε βάθος χρόνου και η ανάγκη και χρησιμότητα εκμάθησης αρχαίων ελληνικών από τους ομιλητές της νέας ελληνικής είναι δεδομένη, αδιαπραγμάτευτη, απόλυτη, καθολική. Για άλλους όμως λόγους. Αν θέλουμε οπωσδήποτε να κρίνουμε τις γλώσσες με βάση την ιστορία τους μπορούμε να κατασκευάζουμε ένα καινούριο, ιστορικό κριτήριο, στο οποίο πλέον θα μιλάμε για την ελληνική σε διαχρονικό και όχι συγχρονικό επίπεδο (θα καλύπτουμε εμμέσως όλες τις πιθανές εθνικιστικές προκαταλήψεις που έχουμε τόση ανάγκη να υποστηρίξουμε).
Τί καταλαβαίνουμε απ' όλα αυτά; Ότι το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας πριν κρίνουμε την ανωτερότητα της Ελληνικής σε σχέση με άλλες γλώσσες, είναι το εξής.
Με ποιό κριτήριο;
Όλοι οι άνθρωποι, πόσο μάλλον οι Έλληνες, είναι αδύνατο να απεγκλωβιστούμε από το υποκειμενικό στοιχείο. Είναι αδύνατο να ξεχάσουμε όλα όσα ξέρουμε για την ιστορία μας, είναι αδύνατο να μην φουσκώνουμε απο υπερηφάνεια. Το πολύ σημαντικό όμως είναι να είμαστε περήφανοι για τους σωστούς λόγους, και όχι να εμπλέκουμε ένα καθαρά πρακτικό ζήτημα όπως η γλώσσα, με ένα καθαρά ψυχοσυναισθηματικό όπως η αγάπη για την χώρα, το έθνος, την ιστορία.
Κανένας δεν απειλεί το ένδοξο παρελθόν μας. Μήπως έχουμε την ανάγκη να το υπενθυμίζουμε, γιατί νιώθουμε ότι δεν το αξίζουμε;
Philomαtheia 25 Οκτωβρίου 2020
0 comments