[χρόνος ανάγνωσης: 5 λεπτά]
της Μαρίας Αδ. Κωνσταντίνου
Αναμφίβολα, η ανθρωπότητα εδώ και πάρα πολλά χρόνια στοχεύει στη διαρκή πρόοδο, σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση ενός αναβαθμισμένου βιοτικού επιπέδου. Βασικός αρωγός της προσπάθειας αυτής είναι η τεχνολογία.
Προφανώς και η λογοτεχνική παραγωγή δεν έμεινε ασυγκίνητη μπροστά στην τεράστια αυτή ανθρώπινη προσπάθεια. Ένας μεγάλος αριθμός λογοτεχνών με ανίκητο όπλο την καλπάζουσα φαντασία και το πάθος για τη συγγραφή συνέβαλε αποφασιστικά με τις επιστημονικές πραγματείες του στο ξεκίνημα των πρώτων και δειλών βημάτων της τεχνολογικής έρευνας. Από το μυθιστόρημα «Ο κόσμος ελευθερώθηκε» του Βρετανού συγγραφέα Χέρμπερτ Γουέλς, ένα προμήνυμα της χρήσης του υπερόπλου που ονομάζεται ατομική ενέργεια, μέχρι τα «εξωπραγματικά» αεροπορικά και διαστημικά ταξίδια του πρωτοπόρου της επιστημονικής φαντασίας Ιουλίου Βερν, έως το συγγραφέα Γουίλιαμ Γκίμπσον με τον «Νευρομάντη» που εισήγαγε τον όρο κυβερνοχώρος και εμμέσως ευθύνεται για τη δημιουργία του ίντερνετ.
Ωραία και εναρμονισμένα όλα αυτά. Τι συμβαίνει όμως όταν τα πάντα πάνε στραβά και ανατρέπονται; Όταν δεν κάνει αισθητή την παρουσία του ένα ιδεατό ουτοπικό σύμπαν, αλλά αντί αυτού το ζοφερό και δυσλειτουργικό αντίθετό του, η δυστοπία; Και πάλι η λογοτεχνία πρωτοστατεί με μια σειρά από έργα που ενδελεχώς παρατηρούν την ερεβώδη πλευρά ενός καταστροφικού μέλλοντος.
Καθώς ο όρος «δυστοπία» εμφανίζεται όλο και πιο συχνά σε βιβλία, σειρές και ταινίες, ως το αντίθετο της ουτοπίας, της ιδανικής κατάστασης και της φυγής από την πραγματικότητα (παραθέτω ως παράδειγμα τις Όρνιθες του Αριστοφάνη), θα αποπειραθώ να δώσω έναν ορισμό.
Πρόκειται για ένα φανταστικό και φουτουριστικό κόσμο, στον οποίο ο καταπιεστικός κοινωνικός έλεγχος και η ψευδαίσθηση μιας τέλειας κοινωνίας συντηρούνται μέσω ενός σωματικού, γραφειοκρατικού, τεχνολογικού και ηθικού ελέγχου. Βασικά χαρακτηριστικά του σύμπαντος αυτού είναι η προπαγάνδα, ο περιορισμός της ελευθερίας και της ανεξάρτητης βούλησης, η συνεχής παρακολούθηση, ο φόβος του «έξω κόσμου», η διατάραξη της φυσικής ισορροπίας και η αποκτήνωση του ανθρώπου.
Ωστόσο, το λογοτεχνικό αυτό είδος που θεματικά προμηνύει ένα πεσιμιστικό και αρκετά δυσοίωνο μέλλον για το σύμπαν και το ανθρώπινο είδος τοποθετείται στα πρώτα του βήματα στον 16ο αιώνα. Παρόλο που ανάλογα την περίσταση προκύπτει ως αποτέλεσμα είτε πολιτικών αναταραχών είτε κοινωνικής κρίσης και πολλές φορές αφορά σκληρές κυβερνητικές πολιτικές και ένα βίαιο περιοριστικό κόσμο, ασκεί απαράμιλλη γοητεία στους λάτρεις του είδους και όχι μόνο.
Κυβερνητικός έλεγχος και έλλειψη ελευθερίας τα βασικά μοτίβα των δεκαετιών 1930-1960, εμπνευσμένα από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον κομμουνισμό και το φασισμό. Το δεύτερο κύμα κατά τη δεκαετία του 1980 σημαδεύεται από νέες κοινωνικές συνθήκες, όπως η περιβαλλοντική κρίση, οι πολιτικές ταυτότητες και η εμφάνιση ασθενειών, μοτίβα που μπαίνουν στο μικροσκόπιο της δυστοπικής λογοτεχνίας. Από το 2000 και έπειτα, με την κορύφωση των τρομοκρατικών ενεργειών και τις ανεξέλεγκτες τεχνολογικές εξελίξεις, η δυστοπία δημιουργεί νέους κόσμους με ορατές και αόρατες απειλές. Οι ήρωες έχουν αλλάξει όμως κατά πολύ, ικανοί και παντοδύναμοι να νικήσουν κάθε κακό και να ικανοποιήσουν ένα κοινό συχνά νεαρότερο σε ηλικία που παθιάζεται μαζί τους, καθώς τείνουν να αποτελέσουν χαρακτήρες που λατρεύουν οι gamers.
Σε καμία περίπτωση όμως τα νεότερα προϊόντα αυτής της σκοτεινής λογοτεχνίας δεν μπορούν να συγκριθούν με έργα-ορόσημα που καθιέρωσαν το είδος, όπως «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Τζόναθαν Σουίφτ, «Το σιδερένιο τακούνι» του Τζακ Λόντον, το «1984» του Τζορτζ Όργουελ, «Το ηλεκτρικό πρόβατο» του Φίλιπ Ντικ, «Η μηχανή του χρόνου» του Χέρμπερτ Ουέλς ή το «Φαρενάϊτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι. Στο σημείο αυτό θα κάνω μια απόπειρα να δώσω το στίγμα ενδεικτικά τριών δυστοπικών μυθιστορημάτων.
Το πρώτο δεν είναι άλλο από τον «Θαυμαστό καινούριο κόσμο» (1932) του Άλντους Χάξλεϋ. Βαθιά εμπνευσμένος και επηρεασμένος από τις ουτοπικές νουβέλες του Ουέλς, ο Άλντους επιδόθηκε στη συγγραφή ενός έργου με θέμα ένα εκ διαμέτρου αντίθετο μέλλον, μάλλον δυσοίωνο και καταστροφικό. Και τα κατάφερε. Με το δικό του ιδιόμορφο στυλ ζωγράφισε έναν καμβά με έναν ψυχρό κόσμο, όπου κυριαρχούν οι ναρκωτικές ουσίες που προκαλούν μούδιασμα του σώματος και του μυαλού, η οργανωμένη τεχνητή αναπαραγωγή, η ανύπαρκτη έννοια της οικογένειας και ο προσηλυτισμός ήδη από τη βρεφική ηλικία. Παρότι στα μάτια σου φαντάζει ένα απόλυτα ηδονιστικό σύμπαν, σύντομα αντιλαμβάνεσαι ότι δεν πρόκειται για μέρος ικανό να φιλοξενήσει ανθρώπινα όντα. Πώς είναι δυνατόν να ζήσεις χωρίς συναισθήματα;
Συνεχίζω με το έργο του Φίλιπ Ντικ «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» (1962), στο οποίο ο συγγραφέας με καυστικό αλλά και χιουμοριστικό τρόπο αναδεικνύει το φασισμό στην καθημερινή ζωή, όπως αυτός προκύπτει μέσα από μια τυφλά μυστικιστική στάση στα πολιτικά πράγματα. Πώς πετυχαίνει αυτή τη φοβερή εικόνα; Αντιστρέφοντας τα γεγονότα της ιστορίας, παρεμβαίνοντας στο ρου της. Παίζοντας έξυπνα με ένα αποτρόπαιο σενάριο, τοποθετεί ως νικήτριες του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου τη ναζιστική Γερμανία και το σύμμαχό της, την Ιαπωνία, μετατρέποντας την Αμερική σε μια κατοχική πολιτεία των δυνάμεων του Άξονα. Βρισκόμαστε στο έτος 1962 σε κατάσταση απόλυτης βαρβαρότητας και ενώ κάποιοι συνεχίζουν απτόητοι να σχεδιάζουν με μυστικιστικό πάθος τον όλεθρο, άλλοι επιχειρούν να επιβιώσουν πάσει θυσία, ενώ κάποιοι, λιγότεροι, επιμένουν να αντιστέκονται. Ωστόσο, ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας θέτει σε κίνδυνο την κρατούσα τάξη πραγμάτων: «Η Ακρίδα κείτεται βαριά» είναι ο τίτλος του και παρουσιάζει νικητές τους Συμμάχους και ηττημένη τη Γερμανία. Ανάμεσα στην οικτρή πραγματικότητα της ναζιστικής κατοχής και την «πραγματικότητα» της Ακρίδας, ο κόσμος αρχίζει να αναρωτιέται: ποια είναι τελικά η αληθινή πραγματικότητα;
Οι δέκα ιστορίες της «Δεκάτης Δεκεμβρίου» (2013) του Τζορτζ Σόντερς κινούνται μεταξύ ενός ακραίου παραλογισμού και ενός πικρού ρεαλισμού που διαμορφώνει το διαβρωτικό χιούμορ του συγγραφέα και οι πλούσιες δόσεις δυστοπίας που εμφανίζονται σε απλές πτυχές της καθημερινότητας. Καταπιεσμένα συναισθήματα, ενήλικες απογοητευμένοι και αυτοκαταστροφικοί έφηβοι, φαινομενικά αδιάφοροι μυθοπλαστικά, ατενίζουν τη ζωή και το μέλλον τους χωρίς ελπίδα, σε έναν κόσμο, όπου η αγάπη και η τρυφερότητα δεν πρέπει να είναι αναχρονιστικές μαύρες φωτογραφίες.
Όπως είχε πει και ο ίδιος ο Χάξλεϋ το 1958, «Σήμερα μου φαίνεται πολύ πιθανό ο τρόμος να μας αγκαλιάσει μετά από έναν αιώνα». Τότε, δεν είχαν μπει στο καθημερινό λεξιλόγιο όροι όπως παγκοσμιοποίηση, μεταλλαγμένα τρόφιμα, βιογενετική…Πόσο δίκιο είχε!
Το αυθεντικό κείμενο υπέστη μικρές τροποποιήσεις σε συντακτικό και μορφολογικό επίπεδο, οι οποίες δεν έχουν επηρεάσει το περιεχόμενο, την σημασιολογία και το ύφος του. Για το αυθεντικό κείμενο ανατρέξτε στην συνημμένη πηγή.
0 comments